Οι αυξημένες υποχρεώσεις πριν από την εξεταστική περίοδο οδηγούν πολλούς φοιτητές στη χρήση διεγερτικών ουσιών. Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, σχετική έρευνα της Πανεπιστημιακής Κλινικής του Μάιντς, για τις ανάγκες τις οποίας ρωτήθηκαν 2600 φοιτητές, κατέδειξε ότι «το 20% των σπουδαστών χρησιμοποίησε πέρσι τουλάχιστον μία φορά ταμπλέτες καφεΐνης, αμφεταμίνης, ριταλίνης και άλλων παρόμοιων ουσιών, προκειμένου να βελτιώσει την απόδοσή του», λέει ο ψυχίατρος Κλάους Λιμπ.
Αρκετοί άνθρωποι που ταλαιπωρούνται από άγχος καταφεύγουν σε τέτοιες ουσίες, εξηγεί ο Κλάους Λιμπ, ο οποίος σημειώνει ότι «το ντόπινγκ του εγκεφάλου, είναι η λήψη ψυχοενεργών ουσιών, δηλαδή ουσιών που επιδρούν στον εγκέφαλο με στόχο την αύξηση της απόδοσης». Αυτές οι ουσίες δεν διατίθενται χωρίς ιατρική συνταγή.
Ο Στέφαν Σλάιμ, καθηγητής νευροφιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, μελετά εδώ και χρόνια το θέμα του εγκεφαλικού ντόπινγκ. Όπως επισημαίνει ο γερμανός επιστήμονας, «οι φοιτητές είναι συνηθισμένο target group, καθώς από τη μία πλευρά ζητούμενο είναι βελτιώσουν την πνευματική τους απόδοση και από την άλλη πρόκειται για νέους ανθρώπους που πειραματίζονται με νέες ουσίες. Ωστόσο, σύμφωνα με όλες τι έρευνες που έχω υπόψη μου, το ποσοστό των χρηστών κυμαίνεται σε μονοψήφιους δείκτες».
Οι ταμπλέτες καφεΐνης πωλούνται στα φαρμακεία χωρίς ιατρική συνταγή. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για άλλες ουσίες όπως η ριταλίνη, η οποία χρησιμοποιείται κατά κόρον για να καταπολεμήσει την έλλειψη συγκέντρωσης. Η ριταλίνη αυξάνει τη συγκέντρωση της ντοπαμίνης, η οποία είναι γνωστή ως ορμόνη της χαράς. Πολλές διεγερτικές ουσίες χορηγούνται μόνο με ιατρική συνταγή και όπως τονίζει ο Στέφαν Σλάιμ, «είναι σημαντικό να υπάρχει ιατρικός έλεγχος και να διαπιστώνεται αν υπάρχουν ατομικοί παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι θα μπορούσαν ενδεχομένως να απειλήσουν τη ζωή του χρήστη».
Οι ουσίες επιδρούν διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο. Αυτό ισχύει ακόμη και για την καφεΐνη. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι άνθρωποι που κάνουν εκτεταμένη χρήση διεγερτικών ουσιών τείνουν να υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους. Μετά από μία φάση διέγερσης, η διάθεση ακολουθεί κατά κανόνα μία πτωτική πορεία. Πολλοί άνθρωποι καταφεουν και πάλι στις διεγερτικές ουσίες, προκειμένου να ανακτήσουν την αίσθηση διέγερσης. Αυτό όμως έχει το τίμημά του. «Η ατομική ικανότητα του καθενός αποδίδεται συχνά μόνο στο γεγονός της τεχνητής διέγερσης», εξηγεί ο Τιμ Πφάιφερ-Γκέρσελ, ψυχολόγος στο Ινστιτούτο Θεραπευτικών Ερευνών (FTI) του Μονάχου.
Σύμφωνα με πολλές έρευνες έχει παρατηρηθεί ότι η χρήση των διεγερτικών ουσιών δεν έχει πάντοτε την επιθυμητή επίδραση. Πολλοί άνθρωποι εμφανίζουν παρορμητική συμπεριφορά. Αυτό οδηγεί, για παράδειγμα κατά τη διάρκεια μία εξέτασης, σε βεβιασμένες απαντήσεις, με αποτέλεσμα άνθρωποι που έχουν κάνει χρήση διεγερτικών να πετυχαίνουν τελικά χειρότερη επίδοση.
Οι έρευνες δείχνουν, τέλος, ότι οι φοιτητές με χειρότερους βαθμούς είναι πιο επιρρεπείς στη χρήση διεγερτικών ουσιών. Το ίδιο ισχύει και ανθρώπους που αντιμετωπίζουν έντονα συμπτώματα άγχους.