Οι μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες που παίρνουν μικρές δόσεις ασπιρίνης μπορούν να «ξορκίσουν» σοβαρές ασθένειες, όπως ο καρκίνος και οι καρδιοπάθειες.
Αυτό ισχυρίζονται επιστήμονες από την Ολλανδία, σε μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο στο περιοδικό Heart, τονίζοντας ότι η έρευνα αφορά γυναίκες άνω των 65 ετών, καθώς η τακτική λήψη ασπιρίνης στις νεότερες γυναίκες μπορεί να προκαλέσει βλάβες.
Στην έρευνα συμμετείχαν 30.000 υγιείς γυναίκες (από 45 ετών και πάνω), για να διερευνηθεί το κατά πόσο τα πλεονεκτήματα της λήψης ασπιρίνης μπορούν να υπερκαλύψουν τα μειονεκτήματα της λήψης του φαρμάκου.
Τα ευρήματα δείχνουν, ότι η ισορροπία ξεκινά να αλλάζει όσο μεγαλώνει μια γυναίκα και από τα 65 έτη και πάνω φαίνεται ότι η λήψη μικρών δόσεων ασπιρίνης είναι καλύτερη από τη λήψη ασπιρίνης γενικότερα.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα της MailOnline, εκατομμύρια άνθρωποι ακολουθούν τις συμβουλές των γιατρών τους μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο και λαμβάνουν χαμηλές δόσεις ασπιρίνης. Η τελευταία αυτή έρευνα υποδηλώνει ότι οι ασθενείς μπορούν να επωφεληθούν και των αντικαρκινικών ιδιοτήτων της ασπιρίνης.
Ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν, ότι οι υγιείς άντρες και γυναίκες που ξεκινούν να λαμβάνουν ασπιρίνη γύρω στην ηλικία των 45-50 ετών και για διάστημα 20-30 ετών, θα μπορούσαν να αναμένουν να αποκομίσουν το μεγαλύτερο δυνατό όφελος, διότι τα ποσοστά του καρκίνου αυξάνονται με την ηλικία.
Ωστόσο, εκφράζονται φόβοι και ανησυχία, ότι παρενέργειες όπως η αιμορραγία του στομάχου και τα αιμορραγικά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδιο αντισταθμίζουν το όποιο πλεονέκτημα.
«Τα πρόσφατα ευρήματα γύρω από την καθημερινή λήψη ασπιρίνης και τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου, ιδιαίτερα του παχέος εντέρου, έχουν αναθερμάνει τις συζητήσεις γύρω από τη χρήση της ασπιρίνης στην πρωτογενή πρόληψη. Δεδομένου ότι η ασπιρίνη μειώνει μόνο μέτρια τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, αυξάνοντας παράλληλα τον κίνδυνο σοβαρής γαστρεντερικής αιμορραγίας, τα οφέλη για τον καρκίνο θα μπορούσαν να ανατρέψουν την ισορροπία υπέρ της ασπιρίνης στην πρωτογενή πρόληψη» εξήγησε ο επικεφαλής της έρευνας Dr Frank Visseren από το ιατρικό κέντρο του πανεπιστημίου της Ουτρέχτης.