Απαραίτητη η σιέστα και με τη βούλα της επιστήμης

2471BC62A3FA34895409F0552BEE3120.jpg

  Είναι γνωστό εδώ και πολύ καιρό ότι ένας μικρής διάρκειας ύπνος κατά τη διάρκεια της ημέρας, παίζει σημαντικό ρόλο για την αναζωογόνηση και τόνωση ενός κουρασμένου μυαλού.

Κι όμως, τα τελευταία χρόνια, η παραδοσιακή «μεσημεριανή σιέστα», με την επικράτηση του σύγχρονου (δηλαδή γρήγορου) τρόπου ζωής, φαίνεται ότι έχει εξαλειφθεί.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, οι επιστήμονες τονίζουν ότι ένας γρήγορος ύπνος κατά τη διάρκεια της ημέρας έχει πολλές ωφέλιμες επιδράσεις στη λειτουργία του εγκεφάλου και μάλιστα προτείνουν αυτός να διαρκεί συγκεκριμένη χρονική διάρκεια.

Υποστηρίζουν ότι αν κάποιος θέλει να ξεκουραστεί για λίγο και μόλις ανοίξει ξανά τα μάτια του, να νιώθει άμεσα αναζωογονημένος και έτοιμος να επιστρέψει στη δράση, θα πρέπει να κοιμηθεί είτε 10-20 λεπτά, ή 90 λεπτά.

Με ύπνο διάρκειας 10-20 λεπτών, ο οργανισμός προλαβαίνει να μπει στην πιο ελαφριά μορφή ύπνου, γνωστή ως non-rapid eye movement (non-REM). Σε αυτή τη φάση, μπορεί κανείς να νιώσει τα επίπεδα ενέργειας και ετοιμότητάς του να επαναφορτίζονται, αλλά ακριβώς επειδή ο ύπνος δεν είναι βαθύς, μπορεί να ξυπνήσει εύκολα και χωρίς να αισθάνεται «βαρύ» το κεφάλι του.

Μέσα σε μιάμιση ώρα (ύπνος 90 λεπτών), το άτομο πέφτει σε βαθύ ύπνο, επιτρέποντας στον οργανισμό του να ολοκληρώσει έναν «κύκλο ύπνου», απολαμβάνοντας όλα τα οφέλη από αυτόν χωρίς ωστόσο να νιώθει εκείνη την ενοχλητική αίσθηση υπνηλίας.

Έρευνες έχουν δείξει, όπως αναφέρει δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Daily Mail, ότι ύπνος αυτής της διάρκειας βελτιώνει τη διαδικαστική μνήμη και τονώνει τη δημιουργικότητα.

Οι επιστήμονες, ωστόσο, δηλώνουν ξεκάθαρα ότι δε συμβαίνει το ίδιο αν κανείς κοιμηθεί ακόμη περισσότερο, ή διακόψει τον ύπνο του στη μέση μιας φάσης.

Παρότι ένας υπνάκος μισής ή μίας ώρα θα επιτρέψει στον εγκέφαλο να ξεκουραστεί, η διακοπή του κύκλου του ύπνου σε αυτές τις φάσεις θα έχει ως αποτέλεσμα να νιώθει το άτομο κάτι σαν ζάλη ή μέθη. Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως αδράνεια ύπνου και το πιο πιθανό είναι να νιώθει κανείς τελικά πιο κουρασμένος από πριν.

Μετά από μισή ώρα ύπνου, ο εγκέφαλος μπαίνει σε μια φάση βαθύ ύπνου και το να ξυπνήσει κανείς στη διάρκεια αυτής, θα έχει ως αποτέλεσμα να περάσει σε αδράνεια ύπνου, και θα περάσει τουλάχιστον άλλη μισή ώρα μέχρι να νιώσει ξεκούραστος.

Στη μία ώρα, ο οργανισμός περνά στη βαθύτερη φάση ύπνου, που ονομάζεται ύπνος βραδέων κυμάτων.

Το να προσπαθήσει κανείς να ξυπνήσει κατά τη διάρκεια αυτού του κύκλου, θα έχει ως αποτέλεσμα να νιώθει περισσότερο ζαλισμένος απ’ ό,τι ήταν πριν κλείσει τα μάτια του.

«Αν ξεπεράσετε τα 30 λεπτά, ο οργανισμός μπαίνει σε φάση βαθύ ύπνου. Σίγουρα οι περισσότεροι θα έχουν νιώσει το αίσθημα να ξυπνούν χειρότερα απ’ ό,τι ένιωθαν πριν πέσουν για έναν υπνάκο. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι κοιμούνται περισσότερο απ’ όσο πρέπει, με αποτέλεσμα να μπαίνουν σε μια φάση ύπνου από την οποία είναι δύσκολο να ξυπνήσουν και να συνέλθουν» ανέφερε στην εφημερίδα ο ειδικός στα θέματα ύπνου Dr. Michael Breus.

Διαβάστε ακόμη...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *