Ζήσης Ψάλλας
Μια ένωση που έχει αποδειχθεί ότι εξουδετερώνει ορισμένες πτυχές της γήρανσης και βελτιώνει την υγεία του μεταβολισμού σε ποντίκια. Φαίνεται όμως ότι έχει σχετικές επιπτώσεις και στον άνθρωπο, σύμφωνα με μια νέα μελέτη που έγινε από ερευνητές στο Washington University School of Medicine στο St. Louis.
Μια μικρή κλινική δοκιμή μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών με προδιαβήτη δείχνει ότι η ένωση NMN (μονονουκλεοτίδιο νικοτιναμίδης) βελτίωσε την ικανότητα της ινσουλίνης στην πρόσληψη της γλυκόζης από τους σκελετικούς μυς. Το NMN βελτίωσε επίσης την έκφραση των γονιδίων που εμπλέκονται στη μυϊκή δομή και στην αναδιαμόρφωσή τους. Ωστόσο, η θεραπεία δεν μείωσε τη γλυκόζη στο αίμα ή την αρτηριακή πίεση και δεν βελτίωσε το προφίλ των λιπιδίων στο αίμα. Όμως αύξησε την ευαισθησία στην ινσουλίνη στο συκώτι, μείωσε το λίπος στο συκώτι και μείωσε τους κυκλοφορούντες δείκτες φλεγμονής (αυτά τα αποτελέσματα βρέθηκαν και στα ποντίκια).
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science, είναι η πρώτη τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή που εξέτασε τις μεταβολικές επιδράσεις της χορήγησης του NMN σε ανθρώπους.
Οι ερευνητές μελέτησαν 25 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που είχαν προδιαβήτη, που σημαίνει ότι είχαν υψηλότερα από τα φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, αλλά τα επίπεδα αυτά δεν ήταν αρκετά υψηλά για να διαγνωστεί ότι είχαν διαβήτη. Μεταξύ των γυναικών της μελέτης, 13 λάμβαναν κάθε μέρα 250 mg NMN από το στόμα κάθε μέρα για 10 εβδομάδες, και 12 λάμβαναν ένα ανενεργό εικονικό φάρμακο την ίδια περίοδο.
Το NMN εμπλέκεται στην παραγωγή μιας σημαντικής ένωσης σε όλα τα κύτταρα, που ονομάζεται NAD (δινουκλεοτίδιο αδενίνης νικοτιναμιδίου). Το NAD διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στη διατήρηση της υγεία μας. Είναι μια μοναδική ένωση, που παράγεται συνεχώς στο σώμα μας και χρησιμοποιείται από πολλά ένζυμα. Ωστόσο, εξαντλείται καθώς γερνάμε. Τα επίπεδα του NAD μειώνονται με την ηλικία σε ένα ευρύ φάσμα ζώων, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, και η ένωση έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλει σε μια ποικιλία προβλημάτων που σχετίζονται με τη γήρανση.
Η παρούσα μελέτη ήταν ένα βήμα για την καλύτερη κατανόηση των κυτταρικών μηχανισμών που είναι υπεύθυνοι για τις επιδράσεις που παρατηρούνται στους ανθρώπινους σκελετικούς μυς.