Όπως είναι γνωστό, η άνοια βλάπτει την ικανότητά μας να θυμόμαστε, να σκεφτόμαστε ή να λαμβάνουμε αποφάσεις, επηρεάζοντας σημαντικά την καθημερινότητα των ασθενών. Παραδοσιακά, σχετίζεται με μεγαλύτερες ηλικίες, ωστόσο αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να εμφανιστεί και σε έναν πολύ νεότερο άνθρωπο. Παρά το γεγονός ότι κάθε χρόνο παρουσιάζονται περί τις 370.000 νέες περιπτώσεις άνοιας, παραμένει ένα αρκετά ανεξερεύνητο πεδίο, κυρίως εξαιτίας της πολυπλοκότητας των παραγόντων που οδηγούν στην ανάπτυξη της νόσου.
Νέα έρευνα, ωστόσο, διαπιστώνει ότι, κάνοντας σωστές επιλογές του τρόπου ζωής, μπορούμε να αποτρέψουμε σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο άνοιας. Τα σχετικά ευρήματα δημοσιεύονται στο JAMA Neurology. Η πρωτοποριακή έρευνα, που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Έξετερ και το Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ παρακολούθησε περισσότερους από 350.000 συμμετέχοντες κάτω των 65 ετών από τη μελέτη UK Biobank, αξιολογώντας μια σειρά από διαφορετικούς παράγοντες κινδύνου, μεταξύ των οποίων γενετικοί, περιβαλλοντικοί, αλλά και παράγοντες του τρόπου ζωής. Αμφισβητώντας την καθιερωμένη πεποίθηση ότι η γενετική προδιάθεση αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα κινδύνου, στόχος της έρευνας ήταν να διαπιστώσει κατά πόσο οι παράγοντες αυτοί αυξάνουν την πιθανότητα πρώιμης έναρξης άνοιας, δηλαδή της εμφάνισής της σε ηλικία 30-60 ετών.
Τα ευρήματα επιβεβαίωσαν τις αρχικές υποθέσεις, αποκαλύπτοντας ότι πράγματι πολλοί παράγοντες του τρόπου ζωής σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο άνοιας. Υψηλότερο συσχετισμό εμφάνισαν συγκεκριμένα τρεις παράγοντες: Η κατανάλωση αλκοόλ, η κατάθλιψη και η ανεπάρκεια της βιταμίνης D. Τα ευρήματα έδειξαν, επίσης, ότι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο και η γενετική διαφοροποίηση διαδραματίζουν επίσης ρόλο στην πιθανότητα πρώιμης έναρξης της άνοιας. Τέλος, παράγοντες υγείας, όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο, η βαρηκοΐα και οι καρδιακές παθήσεις αυξάνουν επίσης σημαντικά τον κίνδυνο.
Η εν λόγω μελέτη είναι η πρώτη που καταδεικνύει τη σχέση μεταξύ προβλημάτων ψυχικής υγείας και πρώιμης άνοιας, ενώ τα ευρήματά της δημιουργούν ελπίδα ότι η στόχευση των προσδιορισμένων παραγόντων υγείας και του τρόπου ζωής θα μπορούσε να βοηθήσει στην πρόληψη της νόσου σε νεότερους ανθρώπους.