Δεν είναι σίγουρο ότι όλοι θα ήθελαν να κάνουν αυτό το τεστ αίματος, το οποίο -όπως ισχυρίζονται οι Φινλανδοί και Εσθονοί επιστήμονες που το ανέπτυξαν- μπορεί να προβλέψει πόσες πιθανότητες έχει κάποιος να ζει ή να πεθάνει μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια για λόγους υγείας, ακόμα κι αν τώρα φαίνεται υγιής.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, οι ερευνητές, με επικεφαλής την Κρίστα Φίσερ του εσθονικού πανεπιστημίου του Τάρτου και τον Γιοχάνες Κετούνεν του Ινστιτούτου Μοριακής Ιατρικής του Ελσίνκι, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «PLoS Medicine», σύμφωνα με τις βρετανικές «Ιντιπέντεντ» και «Τέλεγκραφ», πήραν δείγματα αίματος από 17.345 γενικά υγιείς ανθρώπους. Ανέλυσαν τα δείγματα για πάνω από 100 βιοδείκτες και ταυτόχρονα παρακολουθούσαν την υγεία των συμμετεχόντων επί μια πενταετία, στη διάρκεια της οποίας πέθαναν οι 684 από διάφορες ασθένειες.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι όλοι όσοι πέθαναν, είχαν παρόμοια επίπεδα σε τέσσερις συγκεκριμένους βιοδείκτες: την αλβουμίνη, την άλφα-1 όξινη γλυκοπρωτεϊνη, το κιτρικό οξύ και το μέγεθος των σωματιδίων της λιποπρωτεϊνης πολύ χαμηλής πυκνότητας. Αυτή, κατά τους ερευνητές, είναι κατά κάποιον τρόπο η «υπογραφή» του μελλοντικού θανάτου, ο οποίος μπορεί να επέλθει από ποικίλες ασθένειες, όπως καρκίνο ή καρδιοπάθεια.
Μόνο το 20% περίπου όσων είχαν τα υψηλότερα επίπεδα σε αυτούς τους τέσσερις βιοδείκτες, πέθαναν μέσα στον πρώτο χρόνο. Οι εν λόγω βιοδείκτες σχετίζονται κυρίως με τη λειτουργία του ήπατος και των νεφρών, τη χρόνια φλεγμονή και τις λοιμώξεις, τον ενεργειακό μεταβολισμό και την υγεία των αγγείων του αίματος.
Οι ερευνητές προσπαθούν τώρα να μελετήσουν, αν υπάρχει κάποιο «νήμα» που συνδέει αυτούς τους τέσσερις δυσοίωνους βιοδείκτες. «Πιστεύουμε ότι στο μέλλον αυτά τα τεστ θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εντοπίζονται οι άνθρωποι που φαίνονται υγιείς, αλλά στην πραγματικότητα έχουν σοβαρές ασθένειες, που χρειάζονται θεραπεία. Όμως περισσότερες μελέτες χρειάζονται, προτού αυτά τα ευρήματα καταστεί δυνατό να εφαρμοστούν στην κλινική πρακτική» δήλωσε ο Γιοχάνες Κετούνεν.
Οι Εσθονοί επιστήμονες βρήκαν πρώτοι τους «βιοδείκτες του θανάτου» σε δείγμα 9.842 ανθρώπων και, ήθελαν να βεβαιωθούν, ζήτησαν από τους Φιλανδούς ερευνητές να επαναλάβουν το πείραμα σε άλλους 7.503 ανθρώπους, όπως και έγινε – με παρόμοια αποτελέσματα.
Ο καθηγητής Μάρκους Πέρολα του Ινστιτούτου Υγείας της Φιλανδίας δήλωσε ότι δεν περίμεναν να καταλήξουν στα ίδια ευρήματα με τους Εσθονούς. «Στην αρχή δεν το πιστεύαμε. Ήταν εκπληκτικό ότι αυτοί οι βιοδείκτες φαίνονταν πράγματι να προβλέπουν τον θάνατο άσχετα από ασθένειες», τόνισε. «Όμως υπάρχει ένα ηθικό ερώτημα», πρόσθεσε. «Θα ήθελε κάποιος να ξέρει τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει να πεθάνει, αν δεν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό;»