Η βελτίωση της διατροφής με την αλλαγή της σύνθεσης των επεξεργασμένων τροφίμων θεωρείται ένα από τα πολλά μέσα για να βοηθήσει στη μείωση του επιπολασμού των ασθενειών που σχετίζονται με τη διατροφή. Μία από τις πρωτοβουλίες για αλλαγή της σύνθεσης των τροφίμων αποσκοπούν και στη μείωση των trans-λιπαρών οξέων.
Τα τρανς λιπαρά προτιμήθηκαν από τη βιομηχανία τροφίμων εξαιτίας της παρατεταμένης διάρκειας ζωής τους στα ράφια και της γευστικής σταθερότητας και αντικατέστησαν τα φυσικά στερεά λιπαρά και τα υγρά έλαια σε πολλά μέρη της επεξεργασίας τροφίμων.
Ωστόσο, τα επιστημονικά στοιχεία έδειξαν ότι αυξάνουν την LDL (γνωστή ως ‘κακή’) χοληστερίνη, ενώ μειώνουν τα επίπεδα της HDL (γνωστή ως «καλή») χοληστερίνης, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες πρόκλησης καρδιαγγειακών προβλημάτων. Έτσι, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προτείνει η μέση ημερήσια πρόσληψη των τρανς-λιπαρών οξέων για όλες τις ηλικίες ν’ αντιπροσωπεύει <1% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης.
Οι προσπάθειες της βιομηχανίας να μειώσουν ή/και ν’ αφαιρέσουν τα τρανς λιπαρά από τα τρόφιμα, συνεχίζονται εντατικά. Παρ’ όλη την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί όμως, πολλά προϊόντα ακόμα περιέχουν σημαντικές ποσότητες τρανς λιπαρών οξέων και χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια, εστιάζοντας ειδικότερα σε συγκεκριμένες κατηγορίες τροφίμων.
Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε μεγάλα σούπερ μάρκετ των ΗΠΑ και σε τρόφιμα εστιατόριων, αξιολογήθηκαν οι αλλαγές στα επίπεδα των trans λιπαρών και των κορεσμένων λιπαρών ώστε να μειωθούν τα trans λιπαρά οξέα, από το 1993 έως το 2006 (πρώτη αξιολόγηση) και από το 2008 μέχρι το 2009 (δεύτερη αξιολόγηση).Εντοπίστηκαν 83 προϊόντα που έγινε προσπάθεια να αλλάξουν (58 τρόφιμα σούπερ μάρκετ και 25 φαγητά των εστιατορίων). Η περιεκτικότητα σε τρανς λιπαρά μειώθηκε σε λιγότερο από 0,5 g ανά μερίδα στο 95% των εξεταζόμενων προϊόντων σούπερ μάρκετ και στο 80% των προϊόντων εστιατορίων.
Ακόμη πιο πρόσφατα δεδομένα, δείχνουν ότι η κατανάλωση τρανς λιπαρών μειώθηκε πάνω από 58% στις ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς μερικές περιοχές και πόλεις το έχουν απαγορεύσει και η κυβέρνηση απαίτησε την αναγραφή του στις διατροφικές ετικέτες. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αναγραφή των trans- λιπαρών οξέων στις ετικέτες τροφίμων δεν είναι απαραίτητη.
Πιο συγκεκριμένα, σε μελέτη του Χάρβαρντ, οι ερευνητές εξέτασαν το 2007 την εξέλιξη 360 προϊόντων που περιείχαν 0,5 γρ τρανς λιπαρά ανά μερίδα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ως το 2011 τα τρανς λιπαρά που περιέχονταν σε 270 προϊόντα μειώθηκαν κατά 66%. Ωστόσο, η μεγαλύτερη πρόοδος πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2007 και 2008, όταν ο μέσος όρος περιεκτικότητας μειώθηκε στο 30% -οι μειώσεις της διετίας 2010-2011 δεν ξεπέρασαν το 3,4%.
Συνολικά, τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η χρήση τρανς λιπαρών οξέων στις ΗΠΑ μειώνεται. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ανησυχίες ότι στην αναδιαμόρφωση του προϊόντος οι κατασκευαστές τροφίμων μπορούν να αντικαταστήσουν τα trans λιπαρά με κορεσμένα λιπαρά, οπότε η συνολική περιεκτικότητα των λιπαρών αυτών ουσιών στα τρόφιμα να παραμένει η ίδια ή και να αυξάνεται, μετριάζοντας τα οφέλη της υγείας.
Τα μερικώς υδρογονωμένα φυτικά έλαια, τα οποία αποτελούν πηγή trans λιπαρών, αντικαθίσταται συνήθως από άλλα λάδια. Ωστόσο, είναι σημαντικό το λάδι που χρησιμοποιείται για να αντικαταστήσει τα trans να μειώνει πράγματι τον κίνδυνο, ώστε να επιφέρει πραγματικό όφελος (π.χ. να μην αντικαθίστανται από φοινικέλαιο το οποίο είναι πλούσιο σε κορεσμένα λιπαρά οξέα). Παρόλο που οι μαργαρίνες είναι πλέον σχεδόν χωρίς trans λιπαρά στην Ευρώπη, τεχνικά ζητήματα εμποδίζουν την πρόοδο για τα προϊόντα αρτοποιίας.
Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η αντικατάσταση ενός συστατικού από ένα άλλο βελτιώνει ουσιαστικά τις διατροφικές ιδιότητες του προϊόντος διατροφής, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταναλωτές δεν δέχονται κανένα συμβιβασμό σε ό,τι αφορά τη γεύση.
Επιπρόσθετα, σε χώρες όπου η ενημέρωση για τα τρανς είναι χαμηλή, η βιομηχανία τροφίμων είναι λιγότερο πιθανό να αλλάξει τα προϊόντα της. Στη Βραζιλία για παράδειγμα, το επίπεδο των τρανς σε ορισμένες μαργαρίνες παραμένει πάνω από το 50%, ίσως και λόγω του χαμηλού επιπέδου ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης των καταναλωτών.
Η πολυπλοκότητα στη μείωση και αντικατάσταση των τρανς και στην επεξεργασία τροφίμων, καθιστά απολύτως απαραίτητο, όλοι οι τομείς (κυβέρνηση, βιομηχανία και δημόσια υγεία) να εργαστούν από κοινού για την επίτευξη μείωσης ή εξάλειψης των τρανς λιπαρών οξέων.
Αυτές οι ενέργειες πρέπει να υποστηρίζονται και από τα μέσα ενημέρωσης και να ενημερώνονται οι καταναλωτές για τα προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την πρόσληψη τρανς, για να εφαρμοστούν με επιτυχία.
Κλείνοντας, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο αντίκτυπος των προσπαθειών μείωσης της περιεκτικότητας των trans λιπαρών οξέων σε βιομηχανικά παραγόμενα τρόφιμα δεν έχει εκτιμηθεί σε όλες τις χώρες και τα αποτελέσματα των εν λόγω προγραμμάτων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις διατροφικές επιλογές των καταναλωτών, γεγονός που θα φανεί μακροπρόθεσμα.
Πηγή: mednutrition.gr