Πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Scientific Reports, διαπίστωσε ότι οι γυναίκες στην εμμηνόπαυση, που βιώνουν μακροχρόνιες, σοβαρές αλλαγές στο πρόγραμμα του ύπνου τους, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο κατάθλιψης. Τέτοιες αλλαγές, που διαταράσσουν τον κιρκάδιο ρυθμό, έχουν από χρόνια συνδεθεί με την εμφάνιση μεταβολικών, καρδιαγγειακών, νευροεκφυλιστικών και ψυχικών/ψυχιατρικών διαταραχών, όπως η κατάθλιψη.
Στην περίπτωση της εμμηνόπαυσης, είναι γνωστό ότι οι γυναίκες βιώνουν περισσότερες διαταραχές του ύπνου και καταθλιπτικά συμπτώματα, πιθανώς λόγω των αυξομειώσεων στα επίπεδα των ορμονών. Ωστόσο, στη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ κατάθλιψης και διαταραγμένου προγράμματος ύπνου, σπάνια λαμβάνονται υπ’ όψιν η εμμηνόπαυση και οι ορμονικές αλλαγές.
Σχεδιασμός της μελέτης
Οι ερευνητές ανέτρεξαν σε δεδομένα 3.302 μεσήλικων γυναικών από μια μακροχρόνια, πολυεθνική μελέτη στις ΗΠΑ που ξεκίνησε μεταξύ 1996 και 1997. Οι γυναίκες του δείγματος ήταν 42-52 ετών, προ εμμηνόπαυσης και πληρούσαν κριτήρια όπως κανονική εμμηνόρροια, ανέπαφη μήτρα και καμία πρόσφατη θεραπεία με ορμόνες. Οι γυναίκες παρακολουθούνταν σχεδόν ετησίως, ώστε να καταγραφεί η μετάβαση στην εμμηνόπαυση.
Οι συμμετέχουσες ανέφεραν συνήθειες σχετικά με το πρόγραμμα ύπνου, συμπεριλαμβανομένων της ώρας κατάκλισης και αφύπνισης, της διάρκειας και της ποιότητας του ύπνου, η αϋπνία και άλλες διαταραχές ύπνου.
Η ένταση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων αξιολογήθηκε μέσω μιας κλίμακας 20 ερωτημάτων, όπου οι βαθμολογίες ≥16 υποδείκνυαν σοβαρά συμπτώματα. Συλλέχθηκαν δεδομένα σχετικά με τη φυλή/εθνικότητα, την εκπαίδευση, τη φυσική δραστηριότητα, την κατάσταση υγείας, τις διατροφικές συνήθειες και διάφορους δείκτες υγείας όπως ο δείκτης μάζας σώματος, η αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα ορμονών.
Έως και 57% μεγαλύτερος κίνδυνος
Το τελικό δείγμα αποτέλεσαν 1.579 μεσήλικες γυναίκες, 49 ετών κατά μέσο όρο, που παρακολουθήθηκαν για διάστημα περίπου 7 ετών. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 81,6% των γυναικών παρουσίασαν ήπιες αλλαγές στη μέση διάρκεια ύπνου και σοβαρές το 12,1%. Κατά τη διάρκεια της μελέτης, 496 γυναίκες εμφάνισαν καταθλιπτικά συμπτώματα, με ποσοστό εμφάνισης 61 ανά 1.000 ανθρωποέτη.
Οι γυναίκες που ανέπτυξαν καταθλιπτικά συμπτώματα ήταν επί το πλείστον νεότερες και βασικής εκπαίδευσης, με χαμηλότερο οικογενειακό εισόδημα και επίπεδα φυσικής δραστηριότητας. Ήταν η ομάδα που ανέφερε κατώτερης ποιότητας ύπνο και μεγαλύτερες πιθανότητες νυχτερινής εφίδρωσης και αϋπνίας.
Η μελέτη εντόπισε σημαντική συσχέτιση μεταξύ μεγαλύτερων αλλαγών στον μέσο σημείο μεταξύ έναρξης ύπνου και αφύπνισης και αυξημένου κινδύνου καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Μετά την προσαρμογή των αποτελεσμάτων στην ηλικία, τη φυλή/εθνικότητα, τον τρόπο ζωής και τις μεταβλητές υγείας, οι γυναίκες με σοβαρές αλλαγές είχαν 51% υψηλότερο κίνδυνο καταθλιπτικών συμπτωμάτων σε σύγκριση με εκείνες με ήπιες αλλαγές.
Η συσχέτιση παρέμεινε σημαντική και αυξήθηκε στο 57% μετά την αναπροσαρμογή για τα επίπεδα ορμονών του φύλου και την εμμηνοπαυσιακή κατάσταση.