Η συμπεριφορά της μητέρας προς το παιδί, λειτουργεί ως καθρέφτης της μετέπειτα σύνδεσής του με τους σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή του και προεικονίζει την ικανότητά του να συντονίζεται με τα συναισθήματα των γύρω του.
Υπάρχει όμως ένα πολύ συγκεκριμένο γνώρισμα καλής γονεϊκότητας που μεταβιβάζεται διαγενεακά στους νέους, κάνοντας τους ευαίσθητους με τις ανάγκες τόσο των φίλων τους στην εφηβεία όσο και με των παιδιών τους, στην ενηλικίωση. Ποια συναισθηματική κατάσταση της μητέρας, αντικατοπτρίζεται στη συμπεριφορά των παιδιών; Η ενσυναίσθηση των μαμάδων, δηλαδή η συναισθηματική ταύτιση με το παιδί τους είναι η απάντηση σύμφωνα με νέα αναπτυξιακή μελέτη του Πανεπιστημίου της Virginia, που έφερε στο φως τα πρώτα μακροχρόνια διαχρονικά στοιχεία για την «μετάδοση» της ενσυναίσθησης από τη μητέρα στον έφηβο και το μελλοντικό παιδί του. Η μετάδοση αυτή μεταφράζεται με την έκφραση μεγαλύτερης συμπόνιας από την πλευρά του παιδιού.
Η «εκπαίδευση» της ενσυναίσθησης
Σύμφωνα με τα ερευνητικά πορίσματα που δημοσιεύονται στο Child Development της Εταιρίας για την Έρευνα της Παιδιατρικής Ανάπτυξης (SRCD), επιβεβαιώνεται ότι οι αλληλεπιδράσεις των συμπονετικών εφήβων με τους φίλους τους, αποτελούν ένα «πεδίο εκπαίδευσής» τους για την ανάπτυξη αυτής της μελλοντικής γονεϊκής δεξιότητας. Ως εκ τούτου, είναι σημαντική η υποστήριξη των γονέων με σκοπό την καλλιέργεια ενσυναίσθησης προς το παιδί τους.
Συμπληρωματικά, οι γονείς μπορούν να ενθαρρύνουν τους εφήβους να περνούν χρόνο με υποστηρικτικούς συνομηλίκους και να γίνουν οι ίδιοι πιο υποστηρικτικοί και στοργικοί φίλοι.
Η επικεφαλής της μελέτης Jessica Stern, στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Virginia, στις ΗΠΑ εξήγησε ότι αυτό που την ώθησε να μελετήσει την ενσυναίσθηση και τις υποστηρικτικές σχέσεις μεταξύ των γενεών είναι το ερευνητικό κενό γνώσης σχετικά με τους διαγενεακούς κύκλους ενσυναίσθησης, υποστήριξης και ανθεκτικότητας. «Είχαμε τη μοναδική ευκαιρία να εξετάσουμε αυτό το ερώτημα σε μια πραγματικά συναρπαστική διαχρονική μελέτη 25 ετών που καλύπτει τρεις γενιές» είπε.
Η μελέτη
Η διαχρονική έρευνα KLIFF VIDA υπό την ηγετική συμβολή του Joe Allen καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Virginia, ξεκίνησε το 1998. Στο πλαίσιό της, τέθηκαν σε παρακολούθηση 184 έφηβοι, για περισσότερες από δύο δεκαετίες, από την ηλικία των 13 έως τα 30 έτη τους. Κάθε χρόνο οι ερευνητές καλούσαν στο ερευνητικό εργαστήριο τους εφήβους, με τους κοντινούς φίλους τους και τους γονείς τους και κατέγραφαν σε βίντεο τις αλληλεπιδράσεις τους.
«Όταν οι έφηβοι ήταν στα δεκατρία τους, ζητούσαν για ένα πρόβλημά τους τη συμβουλή και βοήθεια της μαμάς τους και εμείς παρατηρούσαμε το βαθμό συναισθηματικής εμπλοκής της μαζί τους, την ακριβή κατανόηση του θέματός τους, τη βοήθεια και συναισθηματική υποστήριξη της στο πρόσωπό τους. Στη συνέχεια, κάθε χρόνο για επτά έτη, διερευνούσαμε αν οι έφηβοι που άκουγαν τις ανησυχίες των φίλων τους, αναπαρήγαγαν τους ίδιους τύπους ενσυναισθητικής συμπεριφοράς, όντας στο ηλικιακό φάσμα των 13 με 19 χρονών» εξηγεί η ψυχολόγος Jessica Stern..
Στα πλεονεκτήματα της έρευνας ανήκει το γεγονός ότι επρόκειτο για επιστημονική παρατήρηση της συμπεριφοράς στο εργαστήριο και όχι συλλογή στοιχείων βάσει αυτοαναφορών. Παράλληλα, μέσα από τη διαχρονική μελέτη δόθηκε η εξελικτική διάσταση της ενσυναίσθησης, γεγονός που δεν θα ήταν εφικτό με την έρευνα της σχέσης γονέα-παιδιού σε μια δεδομένη χρονική στιγμή.
Το πλέον ενδιαφέρον συμπέρασμα της έρευνας σύμφωνα με την Jessica Stern είναι ότι «Οι καλές πρακτικές γονεϊκής ανατροφής, δεν διαμορφώνονται μόνο από τη συμπεριφορά των δικών μας γονιών αλλά και από τις παρελθοντικές εφηβικές μας φιλίες».