Πολλά είναι πλέον τα προϊόντα που αντικαθιστούν τη ζάχαρη με τα γλυκαντικά, με στόχο τον μετριασμό των αρνητικών επιδράσεων της πρώτης στην υγεία, όπως η αύξηση του βάρους. Μήπως όμως τελικά η χρήση των γλυκαντικών έχει το αντίθετο από το προσδοκόμενο αποτέλεσμα όσον αφορά τη ρυθμιση της όρεξης;
Σύμφωνα με νεότερη διπλά τυφλή μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Leeds, δεν προκύπτει κάποια τέτοια συσχέτιση, καθώς η υποκατάσταση της ζάχαρης με τεχνητά και φυσικά γλυκαντικά δεν φάνηκε να αυξάνει την όρεξη, ενώ στα θετικά συμπεριλαμβάνεται και η διαπίστωση πως μειώθηκαν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
Παρότι προηγούμενες μελέτες που διεξήχθησαν δεν παρείχαν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία και κατέληγαν σε αμφιλεγόμενα συμπεράσματα σχετικά με τη σύνδεση της όρεξης και των γλυκαντικών, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η μελέτη τους, λόγω μεθοδολογίας, παρέχει πολύ ισχυρές αποδείξεις ότι δεν επηρεάζεται αρνητικά η όρεξη, ενώ παράλληλα μειώνουν την πρόσληψη σακχάρων.
Μέχρι στιγμής, σχεδόν όλες οι μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις των γλυκαντικών στην όρεξη έχουν διεξαχθεί διερευνώντας την επίδραση των ποτών. Επίσης, λίγες μελέτες συμπεριέλαβαν υπέρβαρους ή παχύσαρκους εθελοντές, ενώ λίγες έχουν συμπεριλάβει εθελοντές και των δύο φύλων. Αντίστοιχα, οι περισσότερες μελέτες εξέτασαν μόνο ένα γλυκαντικό, κυρίως την ασπαρτάμη, με λίγες μελέτες να έχουν εστιάσει στην επίπτωση της πρόσληψης στα πλαίσια της καθημερινής διατροφής.
Η επικεφαλής συγγραφέας Δρ Catherine Gibbons, αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Σχολή Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Leeds, δήλωσε: «Η μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης έχει καταστεί βασικός στόχος της δημόσιας υγείας στον αγώνα για τη μείωση του αυξανόμενου βάρους των μεταβολικών ασθενειών που σχετίζονται με την παχυσαρκία, όπως ο διαβήτης τύπου 2».
Τι έδειξε η μελέτη
Επικεφαλής της παρούσας δοκιμής ήταν το Πανεπιστήμιο του Leeds σε συνεργασία με το Ερευνητικό Κέντρο Ανθρώπινης Διατροφής του Rhône-Alpes. Πρόκειται για την τελευταία μελέτη, η οποία αποτελείται από 29 ευρωπαίους εταίρους της έρευνας, των καταναλωτών και της βιομηχανίας και η οποία εργάζεται για την ανάπτυξη και επανεξέταση στοιχείων σχετικά με τα μακροπρόθεσμα οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους που συνεπάγεται η μετάβαση σε γλυκαντικά στο πλαίσιο της δημόσιας υγείας και ασφάλειας, της παχυσαρκίας και της βιωσιμότητας.
Η πρώτη στο είδος της μελέτη εξέτασε τις επιπτώσεις της κατανάλωσης μπισκότων που περιείχαν είτε ζάχαρη είτε δύο είδη γλυκαντικών τροφίμων: το φυσικό υποκατάστατο της ζάχαρης στέβια ή το τεχνητό γλυκαντικό ασπαρτάμη σε 53 ενήλικες άνδρες και γυναίκες (ηλικίας 18 έως 60 ετών) με υπερβαρότητα ή παχυσαρκία, την περίοδο μεταξύ του 2021 και του 2022.
Στη δοκιμή συμπεριλήφθηκαν τρεις περίοδοι κατανάλωσης των μπισκότων διάρκειας δύο εβδομάδων, κάθε μία από τις οποίες χωριζόταν από ένα διάλειμμα 14-21 ημερών. Η 1η και η 14η ημέρα των περιόδων κατανάλωσης πραγματοποιήθηκαν στο εργαστήριο. Συγκρίνοντας τα δείγματα αίματος και εκτιμώντας τις δηλώσεις των συμμετεχόντων σχετικά με την όρεξή τους πριν και μετά την κατανάλωση των μπισκότων, οι ερευνητές συμπέραναν ότι κανένας από τους δύο τύπους γλυκαντικών δε μετέβαλε την όρεξη ή τις ενδοκρινικές αντιδράσεις σε σύγκριση με τη ζάχαρη. Επιπλέον, τα επίπεδα ινσουλίνης που μετρήθηκαν δύο ώρες μετά το φαγητό ήταν μειωμένα, όπως και τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τα γλυκαντικά είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τη μείωση της πρόσληψης σακχάρων χωρίς να οδηγούν σε αύξηση της όρεξης ή της ενεργειακής πρόσληψης, υποστηρίζοντας έτσι τη χρησιμότητα των γλυκαντικών για τη διαχείριση της όρεξης, της ενέργειας και του βάρους» αναφέρει η συντονίστρια του προγράμματος, καθηγήτρια Anne Raben, από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης στη Δανία.