Μια ποιοτική, υγιεινή διατροφή σε μικρή ηλικία είναι η απάντηση στην αντιμετώπιση του κινδύνου εμφάνισης Ιδιοπαθών Φλεγμονωδών Νοσημάτων του Εντέρου (ΙΦΝΕ) σε μετέπειτα στάδιο της ζωής, υποστηρίζει νέα σουηδική μελέτη που δημοσιεύεται στο BMJ Gut. Ειδικότερα, η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μικρά παιδιά που ακολουθούν διατροφή υψηλής ποιότητας αντιμετωπίζουν 25% μειωμένο κίνδυνο να αναπτύξουν φλεγμονώδη νόσο του εντέρου μετέπειτα στη ζωή τους, με τους Σουηδούς ερευνητές να υποστηρίζουν ότι οι διατροφικές επιλογές στην ηλικία των 12 μηνών είναι καθοριστικής σημασίας για την πρόληψη αυτής της εξουθενωτικής πάθησης.
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια αύξηση των περιπτώσεων ΙΦΝΕ παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της νόσου Crohn και της ελκώδους κολίτιδας, με τις αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες να πιθανολογείται ότι συμβάλλουν σε αυτό, λόγω της επίδρασής τους στο μικροβίωμα του εντέρου.
Προηγούμενες έρευνες επικεντρώθηκαν κυρίως στη διατροφή των ενηλίκων που σχετίζεται με τον κίνδυνο ανάπτυξης ΙΦΝΕ, ενώ ελάχιστη προσοχή είχε δοθεί στη διατροφή κατά την πρώιμη παιδική ηλικία. Η ερευνητική ομάδα αξιοποίησε δεδομένα από τη μελέτη All Babies in Southeast Sweden (ABIS) και τη νορβηγική μελέτη Mother, Father, and Child Cohort Study (MoBa). Η ABIS περιελάμβανε 21.700 παιδιά που γεννήθηκαν μεταξύ Οκτωβρίου 1997 – Οκτωβρίου 1999, ενώ η MoBa περιελάμβανε 114.500 παιδιά, 95.200 μητέρες και 75.200 πατέρες από τη Νορβηγία, που εγγράφηκαν στη μελέτη μεταξύ 1999 και 2008.
Οι γονείς παρείχαν λεπτομέρειες σχετικά με τη διατροφή των παιδιών τους στις ηλικιακές φάσεις 12-18 μηνών και 30-36 μηνών. Η ποιότητα της διατροφής αξιολογήθηκε με τη χρήση ενός συστήματος βαθμολόγησης με βάση την κατανάλωση κρέατος, ψαριών, φρούτων, λαχανικών, γαλακτοκομικών, γλυκών, σνακ και ροφημάτων. «Η υψηλότερη ποιότητα της διατροφής ισοδυναμούσε με μεγαλύτερη πρόσληψη λαχανικών, φρούτων και ψαριών και χαμηλότερη πρόσληψη κρέατος, γλυκών, σνακ και ροφημάτων», αναφέρει η δρ. Annie Guo από το Πανεπιστήμιο Gothenburg της Σουηδίας. «Η συνολική βαθμολογία κατέταξε τη διατροφή σε τρεις κατηγορίες: Χαμηλής, μέτριας και υψηλής ποιότητας διατροφή».
Συνολικά 307 παιδιά διαγνώστηκαν με ΙΦΝΕ κατά τη διάρκεια της μελέτης, με μέση ηλικία διάγνωσης τα 17 έτη στην ομάδα ABIS και τα 12 έτη στην ομάδα MoBa.
«Οι μέσης και υψηλής ποιότητας δίαιτες στην ηλικία του 1 έτους συσχετίστηκαν με συνολικά 25% χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ΙΦΝΕ σε σύγκριση με μια χαμηλής ποιότητας δίαιτα σε αυτή την ηλικία, μετά και τον συνυπολογισμό παραγόντων όπως το οικογενειακό ιστορικό ΙΦΝΕ, το φύλο του παιδιού, η καταγωγή, το μορφωτικό επίπεδο και οι συνυπάρχουσες παθήσεις. Συγκεκριμένα, η υψηλή πρόσληψη ψαριών στην ηλικία του 1 έτους συσχετίστηκε με χαμηλότερο συνολικό κίνδυνο και με 54% μειωμένο κίνδυνο ελκώδους κολίτιδας», τονίζει η δρ. Guo. «Από την άλλη, η κατανάλωση σακχαρούχων ποτών σχετίστηκε με 42% αυξημένο κίνδυνο».
Είναι ενδιαφέρον ότι η ομάδα δεν βρήκε σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ άλλων ομάδων τροφίμων και του κινδύνου εμφάνισης ΙΦΝΕ. Μέχρι την ηλικία των 3 ετών, μόνο η υψηλή πρόσληψη ψαριών παρέμενε σημαντικά συνδεδεμένη με μειωμένο κίνδυνο ΙΦΝΕ.
«Τα ευρήματα παρέμειναν αμετάβλητα μετά τη συνεκτίμηση του εισοδήματος του νοικοκυριού και της πρόσληψης φόρμουλας και της χρήσης αντιβιοτικών από το παιδί μέχρι την ηλικία του 1 έτους», τονίζει ο δρ. Guo. «Τα ευρήματα ευθυγραμμίζονται με την εκτίμηση ότι η διατροφή στην πρώιμη ζωή επηρεάζει τον κίνδυνο ανάπτυξης ΙΦΝΕ».