Το ήπαρ είναι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά όργανα του ανθρώπινου σώματος. Επιτελεί πολύ σημαντικές λειτουργίες όπως είναι η σύνθεση γλυκογόνου, η παραγωγή των παραγόντων πήξης του αίματος, ο μεταβολισμός των φαρμάκων, η απενεργοποίηση τοξινών και βοηθά μέσω της παραγωγής των χολικών οξέων στην πέψη των τροφών.
«Ο όρος ηπατίτιδα είναι γενικός και αναφέρεται στην παρουσία φλεγμονής στο ήπαρ. Υπάρχουν πολλές μορφές (οξεία, χρόνια) και πολλά αίτια ηπατίτιδας (όπως ιοί και φάρμακα). Στην περίπτωση της αυτοάνοσης ηπατίτιδας, το αμυντικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται στα κύτταρα του ήπατος με αποτέλεσμα να προκαλείται φλεγμονή και δυσλειτουργία του οργάνου», επισημαίνουν οι κ.κ. Νικόλαος Ζαμπιαδάκης, MD, Γαστρεντερολόγος – Ηπατολόγος και Χαράλαμπος Ζλατινούδης, MD, MSc, MRCP(UK), Γαστρεντερολόγος – Ηπατολόγος, Διευθυντής και Επιμελητής αντίστοιχα στην Γ' Γαστρεντερολογική – Ηπατολογική Κλινική του . Οι ειδικοί αναφέρονται στους τύπους, στις εξετάσεις που οδηγούν στη διάγνωση και στη θεραπευτική προσέγγιση της νόσου:
Συμπτώματα, Διάγνωση, Θεραπευτική Αντιμετώπιση
Η αυτοάνοση ηπατίτιδα μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή και αφορά άτομα κάθε ηλικίας, φυλής ή φύλου, αν και είναι 3-4 φορές πιο συχνή στο γυναικείο πληθυσμό από ότι στον ανδρικό.
Η αιτιοπαθογένεια της αυτοάνοσης ηπατίτιδας δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως, αλλά πιστεύεται ότι εμπλέκονται γενετικοί προδιαθεσικοί παράγοντες σε συνδυασμό με περιβαλλοντικά εκλυτικά αίτια όπως οι ιογενείς λοιμώξεις και τα φάρμακα. Η αυτοάνοση ηπατίτιδα διακρίνεται σε τύπου 1 και τύπου 2, με τον δεύτερο να εμφανίζεται συχνότερα στα παιδιά.
Σε ένα ποσοστό ασθενών με αυτοάνοση ηπατίτιδα μπορεί να εμφανιστούν στοιχεία και από άλλα νοσήματα του ήπατος (πρωτοπαθής χολική χολαγγειϊτιδα ή πρωτοπαθή σκληρυντική χολαγγειϊτιδα), γεγονός που ενδέχεται να επηρεάσει την εξέλιξη και τη θεραπευτική προσέγγιση της νόσου.
Πολλοί ασθενείς με αυτοάνοση ηπατίτιδα έχουν ήπια έως και καθόλου συμπτώματα (κόπωση, αρθραλγίες, ναυτία, κοιλιακή δυσφορία) και η πάθηση εντοπίζεται μετά από εργαστηριακό έλεγχο που πραγματοποιείται για άλλο, τυχαίο λόγο. Ένα ποσοστό εμφανίζεται θορυβωδώς σαν οξεία ικτερική ηπατίτιδα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η νόσος γίνεται αντιληπτή αφού έχει ήδη εξελιχθεί σε κίρρωση (σοβαρή ίνωση του ηπατικού παρεγχύματος).
Η διάγνωση γίνεται με εξετάσεις αίματος και βιοψία ήπατος, με την τελευταία εκτός από διαγνωστικό χαρακτήρα να έχει και προγνωστικό.
Με τη διάγνωση και κατά τη διάρκεια της θεραπείας, είναι σημαντικό να ακολουθείται ένας υγιεινός τρόπος ζωής με μία ισορροπημένη δίαιτα, διατήρηση του ιδανικού βάρους και την αποφυγή του αλκοόλ. Ο γιατρός θα πρέπει να είναι ενήμερος για οποιαδήποτε αλλαγή στη φαρμακευτική αγωγή, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν συμπληρωμάτων διατροφής ή φυτικών σκευασμάτων.
Η θεραπεία της αυτοάνοσης ηπατίτιδας περιλαμβάνει τη χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, λαμβάνοντας υπόψιν την ενεργότητα της νόσου αλλά και τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών. Συνήθως απαιτείται η χορήγηση κορτικοστεροειδών που ελέγχουν αποτελεσματικά τη φλεγμονή και επομένως αποτρέπουν την περαιτέρω εξέλιξη της νόσου. Μετά από μερικές εβδομάδες, συχνά προστίθεται ένα δεύτερο ανοσοτροποιητικό φάρμακο (αζαθειοπρίνη ή mycophenolate mofetil) που επιτρέπει τη μείωση της δόσης ή και την πλήρη διακοπή της κορτικοθεραπείας, αποφεύγοντας έτσι τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες από τη μακροχρόνια χορήγησή της.
Η θεραπεία πρέπει να λαμβάνεται για μακρύ χρονικό διάστημα, με την όποια απόφαση για διακοπή να λαμβάνεται εξατομικευμένα και με τη νόσο να βρίσκεται σε ύφεση τόσο σε εργαστηριακό όσο και ιστολογικό επίπεδο. Βασική προϋπόθεση, τόσο κατά τη διάρκεια της θεραπείας όσο και σε περιπτώσεις που αυτή δεν χορηγηθεί ή διακοπεί, είναι η τακτική παρακολούθηση που περιλαμβάνει την κλινική εξέταση και εξετάσεις αίματος, καταλήγουν οι ειδικοί.