Η αρτηριακή υπέρταση είναι το πιο συχνό από τα χρόνια νοσήματα. Η επίπτωση και η αντιμετώπισή της έχουν μεγάλη σημασία για τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα του πληθυσμού, καθώς αποτελεί βασικό παράγοντα που συμβάλλει στην καρδιαγγειακή νόσο.
Παρά τον υψηλό επιπολασμό της υπέρτασης, τα τελευταία χρόνια η σύγχυση και τα κενά σχετικά με τον τρόπο διάγνωσης και διαχείρισής της παραμένουν. Oι κατευθυντήριες οδηγίες, που δημοσιεύθηκαν το 2017, επαναταξινόμησαν τα όρια της αρτηριακής υπέρτασης με την τιμή 130/80 mm Hg να αποτελεί σταδίου 1 αρτηριακή υπέρταση.
Προηγούμενες κατευθυντήριες οδηγίες όριζαν το 130/80 mm Hg ως αυξημένη αρτηριακή πίεση και το 140/90 mm Hg ως κατώφλι για την υπέρταση σταδίου 1. Αυτή η αλλαγή στα κριτήρια ταξινόμησης μπορεί να προκαλέσει σύγχυση μεταξύ των κλινικών ιατρών, που παρακολουθούν ασθενείς με υπέρταση, και να έχει σημαντικό αντίκτυπο στον τρόπο διάγνωσης και διαχείρισης της υπέρτασης. Επίσης, με τα νέα όρια αρτηριακής πίεσης, περισσότεροι ασθενείς θα διαγνωστούν με υπέρταση σταδίου 1 και θα χρειαστούν τη μη φαρμακευτική θεραπεία.
Ωστόσο, οι ασθενείς με υπέρταση σταδίου 1 και με υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου θα πρέπει να λαμβάνουν φάρμακα για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης, επομένως η ακριβής εκτίμηση του κινδύνου κλινικής αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου ή του εκτιμώμενου 10ετούς κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου καθίσταται απαραίτητη.
Οι αλλαγές στα κριτήρια ταξινόμησης για την υπέρταση έχουν κάνει σημαντικές τις ακριβείς μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης. Μια βασική πρόκληση στην αξιολόγηση της υπέρτασης στην κλινική πράξη είναι η διαφορά στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης μεταξύ των δοκιμών και της κλινικής πρακτικής. Τα δεδομένα που συλλέγονται σε κλινικές δοκιμές δεν μπορούν πάντα εύκολα να μεταφραστούν σε σενάρια πραγματικής ζωής και αυτό μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στις προσδοκίες των κλινικών ιατρών για το αποτέλεσμα της θεραπείας.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν πρακτικές, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον κλινικό ιατρό στο ιατρείο του για τη βέλτιστη εκτίμηση της αρτηριακής πίεσης:
- Οι ασθενείς πρέπει να κάθονται με τα πόδια τους στο πάτωμα και την πλάτη και τα χέρια τους να υποστηρίζονται.
- Οι ασθενείς πρέπει να έχουν τουλάχιστον 5 λεπτά ανάπαυσης χωρίς να μιλάνε.
- Οι ασθενείς πρέπει να κατανοήσουν τι προκαλεί την αύξηση της αρτηριακής τους πίεσης και να εκπαιδευτούν για το πώς και πότε να μετρούν την αρτηριακή τους πίεση στο σπίτι χρησιμοποιώντας τις δικές τους συσκευές.
Η υπέρταση είναι πολυπαραγοντική νόσος και συχνά εμφανίζεται σε συνδυασμό με άλλες παθήσεις, συμπεριλαμβανομένου του διαβήτη και της χρόνιας νεφρικής νόσου. Κατά την ανάπτυξη ενός σχεδίου θεραπείας για ασθενείς με υπέρταση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν οι συννοσηρότητες, επειδή η αντιμετώπισή τους μπορεί επίσης να βοηθήσει στον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης. Νοσηρότητες που συμβάλλουν και συχνά συνυπάρχουν με την υπέρταση αποτελούν η υπνική άπνοια, η παχυσαρκία,
το άγχος και η κατάθλιψη. Για την αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης μπορεί να χρησιμοποιηθούν διάφορες κατηγορίες φαρμάκων. Οι αναστολείς διαύλων ασβεστίου, τα θειαζιδικά διουρητικά και οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης και οι αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτασίνης (ARBs) αποτελούν τη θεραπεία εκλογής για ασθενείς με πρόσφατα διαγνωσθείσα υπέρταση. Αν και χρησιμοποιούταν εκτενώς στο παρελθόν, οι β-αναστολείς δεν αποτελούν πλέον θεραπεία πρώτης γραμμής για την υπέρταση.
Τα αντιυπερτασικά φάρμακα έχουν, δυστυχώς, και κάποιες παρενέργειες, οι οποίες, εάν δεν αντιμετωπιστούν, μπορεί να οδηγήσουν σε μη τήρηση της θεραπείας και ψευδο-αντίσταση, τα οποία και τα δύο μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την επιτυχή αντιμετώπιση της υπέρτασης. Κάθε κατηγορία αντιυπερτασικού φαρμάκου έχει διαφορετικό τρόπο δράσης και η απλή αλλαγή σε άλλο παράγοντα μπορεί να κάνει τη θεραπεία πιο ανεκτή για τον ασθενή. Για την καλή εφαρμογή επομένως των οδηγιών στην κλινική πράξη και τελικά τον καλύτερο έλεγχο της αρτηριακής υπέρτασης, καθίσταται αναγκαίαη σωστή ιατρική προσέγγιση και η τήρηση της θεραπείας από την πλευρά του ασθενούς.
Κωνσταντίνος Π. Τούτουζας,Καθηγητής Καρδιολογίας, Α’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, “Ιπποκράτειο” Γ.Ν.Α.
Μαρία Γ. Καρμπαλιώτη, Ειδικευόμενη Καρδιολογίας, Α’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, “Ιπποκράτειο” Γ.Ν.Α.