Η αναζήτηση του μυστικού της μακροζωίας έχει ήδη τελειώσει

Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Η μελέτη των ανθρώπων που ζουν πολύ πέρα ​​από την ηλικία των 100 ετών θα μπορούσε να αποκαλύψει το μυστικό για να ζήσουμε όλοι μεγαλύτερες και υγιέστερες ζωές. Όμως οι στατιστικές λένε μια άλλη ιστορία.

Οι εκατοντάχρονες γιαγιάδες δεν εντυπωσιάζουν τον Jean-Marie Robine. Σίγουρα, είναι λαμπερές για την ηλικία τους, αλλά πόσο ασυνήθιστο είναι, αυτές τις μέρες, να φτάσεις τα 100; Ο Robine είναι δημογράφος και ερευνητής μακροζωίας και, μόνο στη χώρα του, τη Γαλλία, υπάρχουν 30.000 αιωνόβιοι, 30 φορές περισσότερο από ό,τι πριν από μισό αιώνα. Προσθέστε τους αιωνόβιους σε όλο τον κόσμο και θα φτάσετε σε ενα αριθμο 570,000. Το να έχει κανείς μια τούρτα γενεθλίων με 100 κεριά είναι ωραίο, αλλά πλέον δεν θεωρείται τίποτα το ιδιαίτερο.

Για να κεντριθεί πραγματικά το ενδιαφέρον του Robine, πρέπει να αυξηθούν λίγο τα διακυβεύματα της μακροζωίας. Είναι ειδικός στους υπεραιωνόβιους: ανθρώπους που ζουν μέχρι τα 110 ή και περισσότερο. Στη δεκαετία του 1990, ο Robine βοήθησε στην επικύρωση της ηλικίας του γηραιότερου ατόμου που έζησε ποτέ. Γεννημένη το 1875, η Jeanne Calment έζησε 20 Γάλλους προέδρους – πριν πεθάνει το 1997 σε ηλικία 122 ετών, πέντε μηνών και 15 ημερών. Από τότε, ο Robine έχει γίνει συλλέκτης των σούπερ μακρόβιων, βοηθώντας στη δημιουργία μιας από τις μεγαλύτερες και πιο λεπτομερείς βάσεις δεδομένων εξαιρετικά ηλικιωμένων ανθρώπων.

Για αυτον, κάθε υπεραιωνόβιος είναι ένα κρίσιμο σημείο δεδομένων στην αναζήτηση απάντησης σε ένα μεγάλο ερώτημα: Υπάρχει ανώτατο όριο στη διάρκεια ζωής του ανθρώπου; «Υπάρχουν ακόμη πολλά πράγματα που δεν γνωρίζουμε. Και αυτό μας βασανίζει», λέει ο Robine. Όμως, υπάρχει ένα ακόμη πιο θεμελιώδες ερώτημα που υπονομεύει ολόκληρο το πεδίο της έρευνας για τη μακροζωία. Τι θα συμβεί αν – στην προσπάθειά μας να ωθήσουμε τα όρια της ανθρώπινης διάρκειας ζωής – αναζητούμε απαντήσεις σε όλα τα λάθος μέρη;

Αν έχει διαβάσει ποτέ κανείς μια συνέντευξη με έναν υπεραιωνόβιο, υπάρχει μια ερώτηση που αναπόφευκτα θα προκύψει: Ποιο είναι το μυστικό; Οι απαντήσεις ποικίλουν: Το μυστικό είναι η ευγένεια. To να μην έχεις παιδιά. H σύνδεση με τη φύση. Η αποφυγή των ανδρών. Ή, να είσαι παντρεμένος. Κάπνισμα 30 τσιγάρων την ημέρα. Ν μην καπνίζεις 30 τσιγάρα την ημέρα. Να πίνεις ουίσκι. Η πλήρης αποχή από το αλκοόλ. Ερευνούμε εξονυχιστικά τις ζωές των υπερηλικιωμένων για υποδείξεις για το πώς πρέπει να ζούμε τη δική μας.

«Αυτός είναι ο λάθος τρόπος προσέγγισης της ερώτησης», λέει ο Robine. Η μέθοδος του είναι να κάνει δύο βήματα πίσω, να ρίξει μια ματιά στο πόσοι υπεραιωνόβιοι υπήρξαν και να καταλάβει πότε έζησαν και πέθαναν. Τα όρια της ανθρώπινης μακροζωίας δεν θα βρεθούν κοιτάζοντας τα άτομα, πιστεύει, αλλά εξετάζοντας συλλογικά τους υπερμακρόβιους ανθρώπους. Είναι ένα στατιστικό παζλ: για να το σπάσει κανείς, πρέπει να γνωρίζει ακριβώς πόσοι άνθρωποι πέθαναν σε ηλικία 111, 112, 113 ετών και ούτω καθεξής, προκειμενου να υπολογίσει την πιθανότητα του να μη φτάσει ενας υπεραιωνόβιος στα επόμενα γενέθλιά του.

Το 1825, ο Βρετανός μαθηματικός Benjamin Gompertz δημοσίευσε μια από τις πρώτες προσπάθειες να υπολογίσει τα όρια της ανθρώπινης μακροζωίας ακολουθώντας αυτή την προσέγγιση. Οπλισμένος με αρχεία γέννησης και θανάτου από το Carlisle και το Northampton, ο Gompertz υπολόγισε το πώς άλλαζε ο κίνδυνος κάποιου να πεθάνει καθώς μεγάλωνε. Διαπίστωσε ότι όταν ένα άτομο έφτανε στα είκοσί του, ο κίνδυνος να πεθάνει τον επόμενο χρόνο άρχιζε να αυξάνεται, χρόνο με τον χρόνο. Όμως, στην ηλικία των 92 συνέβη κάτι περίεργο. Η ετήσια πιθανότητα θανάτου μειώνονταν στο 25%, ετησίως. Αυτή η διαπίστωση ήταν περίεργη γιατί υποδείκνυε στον Gompertz ότι δεν υπήρχε ανώτατο όριο στην ανθρώπινη γήρανση. Θεωρητικά, σκέφτηκε ότι δεν υπήρχε τίποτα στα δεδομένα του που να υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν για πολλούς, πολλούς, αιώνες – ακριβώς όπως οι πατριάρχες στη Βίβλο.

Η στατιστική, ωστόσο, είναι μια σκληρή επιστήμη, και ο Gompertz το γνώριζε αυτό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του, ο κίνδυνος να πεθάνει κανεις σε ηλικία 92 ετών ήταν τόσο υψηλός που θα χρειαζόταν ένας αδιανόητα μεγάλος αριθμός ανθρώπων να φτάσει σε αυτήν την ηλικία, προκειμένου να βρει κανείς ένα μόνο άτομο που έζησε μέχρι τα 192. Τρία τρισεκατομμύρια άνθρωποι, για την ακρίβεια – 30 φορές περισσότερο από όσους γεννήθηκαν στην ιστορία της ανθρωπότητας. Κάπως έτσι, ο Gompertz βρέθηκε να παρεμποδίζεται από τα δεδομένα του. Τόσο λίγοι άνθρωποι ξεπέρασαν την ηλικία των 90 ετών που του ήταν δύσκολο να γνωρίζει πραγματικά ποια ήταν τα ποσοστά θνησιμότητας σε πολύ προχωρημένες ηλικίες. Τα αποτελέσματά αυτα έδειχναν κάποιο ανυπέρβλητο όριο στη διάρκεια ζωής του ανθρώπου ή απλώς ένα προσωρινό ανώτατο όριο που θα μπορούσε να αρθεί με τις εξελίξεις στην ιατρική;

Οι σύγχρονοι δημογράφοι συνεχίζουν από εκεί που σταμάτησε ο Gompertz, μερικές φορές με αναπάντεχα αποτελέσματα. Το 2016, ο Jan Vijg και οι συνάδελφοί του στο Ιατρικό Κολλέγιο Albert Einstein στη Νέα Υόρκη κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα ποσοστά θνησιμότητας μετά την ηλικία των 100 αρχίζουν να αυξάνονται γρήγορα, θέτοντας ανώτατο όριο στη διάρκεια ζωής του ανθρώπου περίπου στα 125 ετη. Δύο χρόνια αργότερα μια άλλη ομάδα δημογράφων, αυτή τη φορά με επικεφαλής την Elisabetta Barbi στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης, κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα. Υποστήριξε ότι τα ποσοστά ανθρώπινων θανάτων αυξάνονται εκθετικά μέχρι την ηλικία των 80 ετών, οπότε επιβραδύνονται και στη συνέχεια εξισορροπούνται μετά την ηλικία των 105. Η έρευνα της Barbi έθεσε τη δελεαστική προοπτική ότι δεν υπάρχει κανένα ανώτατο όριο στη διάρκεια ζωής του ανθρώπου, όπως ακριβώς αναρωτιόταν ο Gompertz.

Εάν τα ποσοστά θνησιμότητας αυξάνονται πραγματικά σε μια συγκεκριμένη ηλικία, τότε η ακραία μακροζωία είναι απλώς ένα παιχνίδι των αριθμών, λέει ο Robine. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε 10 άτομα που φτάνουν την ηλικία των 110 ετών και ο κίνδυνος οποιουδήποτε από αυτούς να πεθάνει κάθε επόμενο χρόνο είχε αυξηθεί στο 50%. Θα περιμέναμε πέντε από αυτούς να φτάσουν την ηλικία των 111 ετών, δύο ή τρεις να φτάσουν τα 112, ένας ή δύο από αυτούς να φτάσουν τα 113, μόνο ένας να φτάσει τα 114 και κανένας να μην φτάσει στα 115. Για να υπάρξει η προοπτική να φτάσει καποιος τα 115, πρέπει να διπλασιαστεί ο αριθμός των ατόμων που θα φτάσουν στην ηλικία των 110 ετών και ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια, το ανώτατο όριο της διάρκειας ζωής είναι απλώς ένας παράγοντας που προκύπτει από το πόσα άτομα επέζησαν το προηγούμενο έτος. Όμως, αυτοί οι αριθμοί εξαρτώνται από το ποιό  ακριβώς είναι και πού βρίσκεται το πλατώ της θνησιμότητας. Το πρόβλημα είναι ότι τα διαθέσιμα δεδομένα για τον υπολογισμό του δεν είναι πολύ καλά.

Το καλύτερο παγκόσμιο σύνολο δεδομένων είναι η Βάση Δεδομένων Ανθρώπινης Θνησιμότητας που όμως συγκεντρώνει όλους τους ανθρώπους ηλικίας άνω των 110 ετών σε μια ομάδα. Στη συνέχεια, υπάρχει η Διεθνής Βάση Δεδομένων για τη Μακροζωία (IDL), ένα σύνολο δεδομένων που περιλαμβάνει ζώντες και αποθανόντες που έφτασαν την ηλικία των 105 ετών και άνω, στην δημιουργία της οποίας βοήθησε ο Robine, το 2010. Στο αποκορύφωμά της, η IDL είχε δεδομένα από 15 χώρες, αλλά η αυστηροποίηση των κανονισμών απορρήτου σημαίνει ότι η πιο πρόσφατη κάλυψη δεδομένων είναι αποσπασματική. Από τότε, ορισμενες χώρες έχουν αποσύρει, εν μέρει, τα δεδομένα τους.

Η Ιαπωνία, για παράδειγμα, έχει περισσότερους αιωνόβιους κατά κεφαλήν από οπουδήποτε στον κόσμο, αλλά το 2007 το Υπουργείο Υγείας, Εργασίας και Πρόνοιας μείωσε τον όγκο των δημοσίως διαθέσιμων δεδομένων για τους υπερμακρόβιους της – που σημαίνει ότι μια από τις πιο πλούσιες πηγές υπεραιωνόβιων δεν παράγει πλέον χρήσιμες πληροφορίες. 

Σε χώρες που παράγουν καλά δεδομένα, η διαδικασία επικύρωσης και παρακολούθησης των αρχείων γεννήσεων που μπορεί να χρονολογούνται από τις αρχές του 19ου αιώνα, εξακολουθεί να είναι επίπονη και απογοητευτική. Για να επικυρώσει την ηλικία της Jeanne Calment, ο Robine ρώτησε την υπεραιωνόβια για την πρώιμη ζωή της, ελέγχοντας τις απαντήσεις της σε σχέση με τα εκκλησιαστικά αρχεία, τις απογραφές και τα πιστοποιητικά θανάτου. Ακόμα κι έτσι, η IDL περιέχει αρχεία για κάτι λιγότερο από 19.000 άτομα, ζώντα και μη, από 13 χώρες. Όμως, για τον Robine, είναι ζωτικής σημασίας να συλλέξει ακόμα περισσότερα.

Ο φίλος του, Jay Olshansky, επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σικάγο, έχει διαφορετική άποψη για το θέμα. «Το αν τα ποσοστά θνησιμότητας αυξάνονται ή αν συνεχίζουν να αυξάνονται είναι μάλλον άσχετο», λέει ο Olshansky. Το απόλυτο γεγονός ότι είναι δύσκολο να δημιουργηθούν αξιόπιστα ποσοστά θνησιμότητας μετά την ηλικία των 110 ετών, μας αποκαλύπτει όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε για το ανώτατο όριο της ανθρώπινης μακροζωίας, λέει. Το ότι υπάρχουν τόσοι λίγοι υπεραιωνόβιοι μάς δηλώνει ότι έχουμε ήδη φτάσει στο ανώτερο όριο στη μακροζωία του ανθρώπου. Ως το μόνο άτομο που έζησε ποτέ περισσότερο από 120, η Jeanne Calment είναι απλώς μια στατιστικά ακραία τιμή, λέει ο Olshansky. Άλλοι άνθρωποι μπορεί να καταρρίψουν το ρεκόρ της κατά μερικά χρόνια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ανθρώπινη διάρκεια ζωής αυξάνεται συνεχώς και αδιαλείπτως.

Ο Olshansky πιστεύει ότι, στην πραγματικότητα, η εμμονή μας με τους υπερμακροβίους ανθρώπους είναι η λάθος προσέγγιση. «Το να μελετάς αυτούς τους εξαιρετικά μακρόβιους ανθρώπους είναι σαν να μελετάς τον Usain Bolt όσον αφορά το τρέξιμο και να αποφαίνεσαι: «Ναι, μπορούμε όλοι να τρέξουμε τόσο γρήγορα», λέει. Αντίθετα, ο Olshansky φρονεί ότι η αναζήτηση της μακροζωίας στον ανεπτυγμένο κόσμο έχει, ως επί το πλείστον, ήδη τελειώσει. 

Ζούμε ήδη εξαιρετικά μεγάλες ζωές, επισημαίνει. Το 1990 ο ίδιος δημοσίευσε μια εργασία που υποστήριζε ότι η εξάλειψη όλων των μορφών καρκίνου – ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το 22% των θανάτων στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή – θα πρόσθετε μόνο τρία χρόνια στο μέσο προσδόκιμο ζωής στις ΗΠΑ. «Μόλις φτάσεις σε μια συγκεκριμένη ηλικία, αν ένα πράγμα δεν σε σκοτώνει, τότε υπάρχει κάτι άλλο που περιμένει στη γωνία να το κάνει», συμπληρώνει. Ο Olshansky υποστηρίζει ότι πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στο να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να ζήσουν πιο υγιείς ζωές, αντί να εστιάζουμε απλώς στη συνολική διάρκεια ζωής. Αυτή είναι η άποψη που συμμερίζεται και η Juulia Jylhävä,  ερευνήτρια στο Karolinska Institutet της Σουηδίας και επιστημονική σύμβουλος στη MedEngine, μια εταιρεία επιστήμης ιατρικών δεδομένων, με έδρα τη Φινλανδία. «Σίγουρα θα πρέπει να εστιάζουμε περισσότερο στο εύρος της υγείας και στο πώς να διατηρήσουμε όχι μόνο την υγεία, αλλά και τις λειτουργικές ικανότητες», λέει η Jylhävä.

Το Healthspan – χρόνια με καλή υγεία – μπορεί να είναι ο λιγότερο συναπρπαστικός ξάδερφος της έρευνας για τη μακροζωία, αλλά η εξεύρεση τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν πιο υγιεινά, θα μπορούσε να έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο από την παράταση της διάρκειας ζωής κατά μερικά χρόνια. Ένα μεγάλο μέρος της παράτασης μιας υγιούς ζωής είναι ο εντοπισμός του πότε οι άνθρωποι αρχίζουν να παρουσιάζουν προβλήματα στην υγεία τους και ποιοι μπορεί να είναι οι πρώιμοι δείκτες αυτής της πτώσης.

 Ένας τρόπος είναι να εξετάσει κανείς την ευπάθεια – ένα μέτρο που συνήθως λαμβάνει υπόψη παράγοντες όπως η κοινωνική απομόνωση, η κινητικότητα και οι συνθήκες υγείας – για να δημιουργήσει μια συνολική βαθμολογία ευπάθειας. Στην Αγγλία, η Εθνική Υπηρεσία Υγείας υπολογίζει αυτόματα τις βαθμολογίες ευπάθειας για όλους ηλικίας 65 ετών και άνω, με στόχο να βοηθήσει τους ανθρώπους να ζήσουν αυτόνομα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και να αποφύγουν δύο κύριες αιτίες εισαγωγής στο νοσοκομείο για ηλικιωμένους: πτώσεις και ανεπιθύμητες αντιδράσεις στη φαρμακευτική αγωγή.

Όμως, η έρευνα της Jylhävä υποδηλώνει ότι οι δείκτες ευπάθειας μπορεί να είναι χρήσιμοι πολύ νωρίτερα στη ζωή. Διαπίστωσε ότι οι αυξημένες βαθμολογίες ευπάθειας συσχετίστηκαν με υψηλότερους κινδύνους θνησιμότητας στην τρίτη ηλικία, αλλά και ότι αυτή η συσχέτιση ήταν ιδιαίτερα έντονη από την ηλικία των 50 ετών, όπου ένα άλμα στη βαθμολογία ευπάθειας έδειξε σχετικά μεγάλη αύξηση στον κίνδυνο θνησιμότητας. Η Jylhävä λέει ότι αυτό είναι ένα σημάδι ότι η αξιολόγηση της ευπάθειας στην ηλικία των 65 ετών, έρχεται πολύ αργά. Αντί να ψάχνουμε στους υπερήλικες το κλειδί για την υγιή γήρανση, θα πρέπει, στην πραγματικότητα, να εξετάζουμε πότε και γιατί οι νεότεροι αρχίζουν την πορεία σε κακή υγεία.

Φυσικά, οι ζωές των υπεραιωνόβιων μάς παρέχουν κάποιες συμβουλές για το τι χρειάζεται για να ζήσουμε μια πολύ μεγάλη σε διάρκεια ζωή. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν γενετικοί οδηγοί μακροζωίας τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους. Νωρίτερα φέτος, μια Γαλλίδα καλόγρια ονόματι Lucille Randon πέθανε σε ηλικία 118 ετών και 340 ημερών. Ο Robine εξετάζει τη γενεαλογία της για να ανακαλύψει εάν – όπως η  Jeanne Calment – είχε επίσης προγόνους που έζησαν εξαιρετικά πολλά χρόνια. Όσο περισσότερες οικογένειες  υπεραιωνόβιων ανθρώπων εξεταστούν, τόσα περισσότερα γονίδια μακροζωίας θα αποκαλυφτούν. Όμως, ακόμη και άτομα με εξαιρετικά καλά γονίδια που φτάνουν μέχρι το 110 ή περισσότερα, εξακολουθούν να είναι στατιστικά ακραία. Καθώς οι baby boomers φτάνουν την εκατονταετηρίδα τους γύρω στα μέσα του 21ου αιώνα και ο αριθμός των ανθρώπων μεγάλης ηλικίας διογκώνεται, μπορούμε να περιμένουμε ότι ο αριθμός των πολύ ηλικιωμένων στον ανεπτυγμένο κόσμο θα αυξηθεί. Όμως, μια τέτοια τάση απέχει πολύ από το να εγγυάται ότι κάποιος θα ξεπεράσει τα 122 χρόνια της Jeanne Calment.

Ίσως αυτό είναι το πραγματικό μυστικό των υπεραιωνόβιων – πόσο μεγάλο μέρος της ζωής τους είναι πραγματικά πέρα ​​από τον έλεγχό μας. Ακόμα κι αν περισσότεροι από εμάς έχουμε καλά γονίδια, υγιεινό τρόπο ζωής και εξαιρετική ιατρική περίθαλψη, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένουμε ότι τα αρχεία μακροζωίας θα καταρρεύσουν. Ο Robine φαίνεται πολύ νεότερος από τα 71 του χρόνια και συχνά τον ρωτούν ποιο είναι το μυστικό του. «Ξέρω το μυστικό γιατί μου το είπε η Jeanne Calment», απαντά . Αλλά η αλήθεια είναι ότι η Calment – σε αντίθεση με άλλες υπεραιωνόβιες – δεν μοιράστηκε ποτέ τις συμβουλές μακροζωίας της με τον Robine. Δεν είχε κανένα μυστικό.

 

Πηγή: Wired

Διαβάστε ακόμη...