Ζήσης Ψάλλας
Άνδρες και γυναίκες που διαγιγνώσκονται με διαβήτη τύπου 2 (T2D) κάτω από την ηλικία των 40 ετών έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιαγγειακή νόσο και να πεθάνουν πρόωρα σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Αυτό το εύρημα θα παρουσιαστεί στη φετινή Ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) στη Στοκχόλμη, Σουηδία και προέρχεται από μια μεγάλη μελέτη στη Νότια Κορέα.
Η μελέτη, που συνέκρινε 634.000 άτομα τα οποία είχαν πρόσφατα διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 2 και 1,2 εκατομμύρια άτομα χωρίς διαβήτη σε μια διάρκεια έξι ετών, δείχνει ότι τα άτομα με πρώιμη έναρξη διαβήτη (ηλικίας 40 ετών και άνω) είχαν 5 φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιακή νόσο, 7 φορές περισσότερες πιθανότητες να νοσηλευτούν σε νοσοκομείο με καρδιακή ανεπάρκεια και 4 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρδιαγγειακή νόσο ή από οποιαδήποτε αιτία σε σύγκριση με τα άτομα χωρίς διαβήτη.
«Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν ξεκάθαρα τις σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία από την ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2 σε νεαρή ηλικία και τη σημασία των προσπαθειών πρόληψής του», είπε ο επικεφαλής της μελέτη Δρ. Da Hea Seo από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Inha, της Νότιας Κορέας.
Ο T2D είναι η πιο κοινή μορφή διαβήτη και εμφανίζεται συνήθως σε μεσήλικες και ηλικιωμένους. Ωστόσο, η εμφάνιση σε νεότερους ενήλικες γίνεται πιο συχνή παγκοσμίως και είναι συνήθως μια πιο επιθετική μορφή που οδηγεί σε πρώιμη ανάπτυξη επιπλοκών και υψηλότερα ποσοστά νοσηλειών. Καθώς η καρδιαγγειακή νόσος είναι μια κύρια αιτία θανάτου, είναι σημαντικό να εξακριβωθεί η επιβάρυνση της σε άτομα με πρώιμη έναρξη διαβήτη τύπου 2 και να εκτιμηθεί η ηλικία στην οποία αρχίζει να αυξάνεται ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου.
Για να μάθουν περισσότερα, οι ερευνητές ερεύνησαν τη σχέση μεταξύ της ηλικίας κατά τη διάγνωση με του T2D και θανάτου λόγω καρδιαγγειακής νόσου σε 634.350 άτομα με T2D (μέση ηλικία κατά τη διάγνωση 56 έτη) από τη βάση δεδομένων της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλισης Υγείας της Κορέας (NHIS) μεταξύ 2012 και 2014, σε σύγκριση σε 1.268.700 μάρτυρες που ταίριαζαν με το φύλο, την ηλικία και το ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου από τον γενικό πληθυσμό. Στη Νότια Κορέα, το NHIS παρέχει υποχρεωτική ασφάλιση υγείας που καλύπτει σχεδόν όλες τις μορφές υγειονομικής περίθαλψης για όλους τους Κορεάτες πολίτες.
Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για τα αποτελέσματα της καρδιαγγειακής νόσου (θάνατος από οποιαδήποτε αιτία, θάνατος από καρδιαγγειακή νόσο, στεφανιαία νόσο, έμφραγμα, εγκεφαλικό, νοσηλεία για καρδιακή ανεπάρκεια) μέχρι το 2019. Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη μια σειρά παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, του φύλου και του προηγούμενου ιστορικού καρδιαγγειακής νόσου (της καρδιακής προσβολής, της ασταθούς στηθάγχης, της καρδιακής ανεπάρκειας, του εγκεφαλικού και της περιφερικής αρτηριακής νόσου).
Στη διάρκεια των έξι ετών παρακολούθησης, 172.120 (40%) άτομα με πρώιμη έναρξη T2D και 151.363 (23%) άτομα της ομάδας ελέγχου είχαν είτε καρδιακή προσβολή, είτε εγκεφαλικό είτε πέθαναν από καρδιαγγειακή νόσο. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου ήταν στενά συνδεδεμένος με την ηλικία και οι ενήλικες που είχαν διαγνωστεί με T2D ηλικίας κάτω των 40 ετών είχαν τον υψηλότερο σχετικό κίνδυνο για τις περισσότερες επιπλοκές σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.
Όλοι οι κίνδυνοι μειώνονταν προοδευτικά με κάθε αυξανόμενη δεκαετία στην ηλικία διάγνωσης του διαβήτη, αλλά παρέμειναν στατιστικά σημαντικοί. Για παράδειγμα, τα άτομα που διαγνώστηκαν με T2D σε ηλικία 91 ετών και άνω, είχαν περίπου τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιακή νόσο και να νοσηλευτούν με καρδιακή ανεπάρκεια από εκείνα της ίδιας ηλικιακής ομάδας στο γενικό πληθυσμό. Επίσης είχαν 24% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από οποιαδήποτε αιτία και 25% περισσότερες πιθανότητες θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο.
«Σε αυτή τη μεγάλη μελέτη, το να είσαι νεότερος τη στιγμή της διάγνωσης του T2D συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου και καρδιαγγειακών παθήσεων σε σύγκριση με εκείνους χωρίς διαβήτη», είπε ο συν-συγγραφέας Dr. Seong. Bin Hong από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Inha, της Νότιας Κορέας.
Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι αν και η μελέτη τους ήταν μεγάλη, ήταν παρατηρητική και δεν μπορούν να αποκλείσουν την πιθανότητα άλλοι μη μετρημένοι παράγοντες να έχουν επηρεάσει τα αποτελέσματα. Η μελέτη ήταν σχετικά σύντομη και η χρήση των δεδομένων μόνο από τη Νότια Κορέα, περιορίζει τη δυνατότητα γενίκευσης σε άλλους πληθυσμούς.