Η σημασία του εμβολιασμού για την πρόληψη της πνευμονιοκοκκικής νόσου στους ενήλικες ήταν ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στο πλαίσιο του 20ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Νοσημάτων Θώρακος που διεξάγεται στην Αθήνα στις 24-27 Νοεμβρίου 2011.
Ο κ. Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης, Καθηγητής Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας κατά τη διάρκεια της Δορυφορικής Ομιλίας με θέμα «Αντιπνευμονιοκοκκικός εμβολιασμός των ενηλίκων: μπορούμε καλύτερα;» τόνισε το εξής:
«Το φορτίο της πνευμονιοκοκκικής νόσου και ιδιαίτερα της πνευμονίας, είναι τεράστιο τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως.
Η πνευμονιοκοκκική πνευμονία, και ιδιαίτερα η πιο σοβαρή μορφή της που προκαλείται από τη διείσδυση βακτηρίων στο αίμα, έχει κακή πρόγνωση για τους ασθενείς και είναι εξαιρετικά πιθανό να προκαλέσει τον θάνατο. Η ανάρρωση των ασθενών περιλαμβάνει πολυήμερη νοσηλεία, ενώ μπορεί να περάσουν και αρκετοί μήνες πριν αποκατασταθεί πλήρως η υγεία τους, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους.
Επιπλέον, υπάρχει εντεινόμενο πρόβλημα, εξαιτίας της βακτηριακής αντοχής στα συνήθως χρησιμοποιούμενα αντιβιοτικά, η οποία μπορεί να καταστήσει τη διαδικασία θεραπείας και ανάρρωσης μεγαλύτερης διάρκειας και πολυπλοκότερη.
Καθώς ο βαθμός βακτηριακής αντοχής εξακολουθεί να αυξάνει, η αντιμετώπιση της πνευμονιοκοκκικής νόσου δυσχεραίνεται. Οι ασθενείς σηκώνουν το βάρος των επιπτώσεων της νόσου τόσο στην εργασία όσο και στην οικογενειακή τους ζωή.
Γι’ αυτό το λόγο η αναγκαιότητα της πρόληψης της πνευμονιοκοκκικής νόσου με ανοσοποίηση μέσω του εμβολιασμού αυξάνεται ολοένα και περισσότερο.
Ο εμβολιασμός είναι σημαντικός καθώς ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα, έτσι ώστε να είναι ικανός ο οργανισμός να αντισταθεί στα συγκεκριμένα μικρόβια όταν ξαναέρθει σε επαφή μαζί τους. Μάλιστα, η έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) για επέκταση της χορήγησης του 13δύναμου συζευγμένου πνευμονιοκοκκικού εμβολίου (Prevenar 13) σε ενήλικες άνω των 50 ετών για την πρόληψη της διεισδυτικής πνευμονιοκοκκικής νόσου, αποτελεί σημαντικό όπλο για την αντιμετώπιση της νόσου».
Το 13δύναμο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο, που είναι ήδη εγκεκριμένο για βρέφη και παιδιά από 6 εβδομάδων έως 5 ετών και πάνω από 350 εκατομμύρια δόσεις του έχουν χορηγηθεί παγκοσμίως με ασφάλεια, προσφέρει πλέον πρόσθετη θωράκιση, στο ηλικιακό φάσμα των 50 ετών και άνω, που η πρόληψη έναντι της πνευμονιοκοκκικής νόσου είναι εξίσου αναγκαία και σημαντική όσο και στα παιδιά.
Το σημαντικό είναι ότι με μόνο μια δόση εφάπαξ θα μπορεί ο εμβολιασμένος άνω των 50 ετών να θωρακίζεται έναντι σοβαρών μορφών της πνευμονιοκοκκικής νόσου.
Η διεισδυτική πνευμονιοκοκκική νόσος εμφανίζεται όταν τα βακτήρια διεισδύουν σε μέρη του σώματος που φυσιολογικά δεν περιέχουν βακτήρια, όπως το αίμα ή το εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Προκαλεί σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα στους ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας. Περιλαμβάνει βακτηριαιμική πνευμονία (λοίμωξη των πνευμόνων με βακτήρια στο αίμα), βακτηριαιμία (βακτήρια στο αίμα) και μηνιγγίτιδα (λοίμωξη των ιστών που περιβάλλουν τον εγκέφαλο και την σπονδυλική στήλη). Βάσει επιδημιολογικών μελετών, περίπου 80% των περιπτώσεων διεισδυτικής πνευμονιοκοκκικής νόσου στους ενήλικες είναι βακτηραιμική πνευμονία.
Η δυνατότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να αντιστέκεται στις λοιμώξεις είναι ο κύριος παράγοντας που προσδιορίζει τον κίνδυνο πνευμονιοκοκκικής νόσου και σχετίζεται στενά με την ηλικία. Συνεπώς, οι ενήλικες 50 ετών και άνω, των οποίων η ανοσοποιητική λειτουργία φθίνει φυσιολογικά, διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθούν από τη νόσο. Στους ηλικιωμένους άνω των 60 ετών μάλιστα, ο κίνδυνος είναι σημαντικά μεγαλύτερος και αυξάνει απότομα.
Ο πνευμονιόκοκκος (Streptococcus pneumoniae) βρίσκεται στον ρινοφάρυγγα των «φορέων» δηλαδή των ατόμων που φέρουν το βακτήριο χωρίς να αναπτύσσουν λοίμωξη. Εξαπλώνεται με σταγονίδια που μεταφέρονται στον αέρα από άτομα που βήχουν ή φταρνίζονται και επίσης μέσω επαφής με μολυσμένες επιφάνειες.
Συνήθως εισέρχεται στον οργανισμό από τη μύτη ή το στόμα και από εκεί μπορεί να εξαπλωθεί σε άλλες θέσεις της εσωτερικής μεμβράνης των αεροφόρων οδών, προκαλώντας μη διεισδυτική νόσο του μέσου αυτιού, των ρινικών κόλπων και/ή των πνευμόνων.
Επίσης, ένας αριθμός παραγόντων αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης πνευμονιοκοκκικής νόσου. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται το κάπνισμα τσιγάρων και ο αλκοολισμός. Στην πραγματικότητα έχει αποδειχτεί ότι το κάπνισμα είναι ο ισχυρότερος παράγοντας κινδύνου για τις σοβαρότερες, διεισδυτικές μορφές πνευμονιοκοκκικής νόσου μεταξύ υγιών, κατά τα άλλα, ενηλίκων.
Επιπλέον, κάποια υποκείμενα ιατρικά νοσήματα, στα οποία περιλαμβάνονται η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), το άσθμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, χρόνια καρδιακή νόσος και οποιοσδήποτε νόσος με ανοσοκαταστολή ή ανοσοανεπάρκεια, ενδέχεται να επιτείνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης πνευμονιοκοκκικής νόσου.