Το σάρκωμα μαλακών μορίων αποτελεί περίπου το 1% των κακοήθων όγκων στους ενήλικες και εντοπίζεται στα μέλη σε ποσοστό περίπου 50%.
Όταν δεν υπάρχουν μεταστάσεις, η αντιμετώπισή του περιλαμβάνει πλήρη χειρουργική αφαίρεση με μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία ή/και χημειοθεραπεία.
«Σε αρκετές περιπτώσεις όμως δεν είναι δυνατή η πλήρης αφαίρεση του όγκου με διατήρηση της λειτουργικότητας του μέλους και τότε ο ακρωτηριασμός μπορεί να αποτελεί τη μόνη λύση για την ανακούφιση του ασθενούς.
Το μελάνωμα του δέρματος αποτελεί το 5% των κακοήθων όγκων και εντοπίζεται στα μέλη σε ποσοστό 30%», εξηγεί ο κ. Οδυσσέας Ζώρας, Καθηγητής Χειρουργικής Ογκολογίας, Διευθυντής Κλινικής Χειρουργικής Ογκολογίας και Κέντρου Περιοχικών Θεραπειών, .
Οι περισσότεροι από τους ασθενείς με δερματικό μελάνωμα δεν παρουσιάζουν μεταστάσεις, όμως ένα ποσοστό από αυτούς θα τις αναπτύξει, με αρκετές από αυτές να είναι τόσο εκτεταμένες ώστε δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν με απλή χειρουργική αφαίρεση και τοπικές μεθόδους καταστροφής.
Στις περιπτώσεις ασθενών με ανεγχείρητο σάρκωμα μαλακών μορίων ή προχωρημένο μελάνωμα μέλους, που είναι υποψήφιοι για ακρωτηριασμό, μπορεί να εφαρμοσθεί μια παρηγορική μέθοδος, η ΤΜ-HILP.
Πρόκειται για μια πολύπλοκη χειρουργική επέμβαση στην οποία το ποσοστό πλήρους ανταπόκρισης (εξαφάνισης του όγκου) κυμαίνεται από 70%-90% για το δερματικό μελάνωμα και περίπου 20% για το σάρκωμα μαλακών μορίων σε εξειδικευμένα κέντρα, ενώ και τα ποσοστά μερικής ανταπόκρισης (ελάττωσης του όγκου κάτω από 50%) είναι αρκετά υψηλά για τα σαρκώματα.
«Όπως και για τον ακρωτηριασμό, δεν έχει αποδειχθεί ότι επιμηκύνει την ολική επιβίωση των ασθενών, ωστόσο η λειτουργικότητα του μέλους διατηρείται σε σημαντικό βαθμό μετά από την επέμβαση και οι περισσότεροι ασθενείς είναι σε θέση να επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους, σε διάστημα 1-3 μηνών», καταλήγει ο κ. Ζώρας.