Ζήσης Ψάλλας
Με βάση δεδομένα που συλλέχθηκαν από 107.442 συμμετέχοντες στο εκτενές πρόγραμμα Biobank στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα άτομα που γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έχουν 10% περισσότερες πιθανότητες να έχουν μυωπία από τα άτομα που γεννήθηκαν τρεις δεκαετίες νωρίτερα.
Το μεγαλύτερο άλμα ήταν σε άτομα που βίωσαν αλλαγές στην όρασή τους αργότερα στη ζωή τους, αν και μεταξύ αυτών με παιδική μυωπία ο αριθμός των σοβαρών περιπτώσεων διπλασιάστηκε την ίδια περίοδο.
Η πάθηση θεωρείται ότι προκαλείται από έναν συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου χρόνου στις οθόνες -αν και η μελέτη βρίσκει επίσης στοιχεία ότι αυτές είναι τάσεις που μπορούν να αλλάξουν με τις σωστές πρωτοβουλίες για τη δημόσια υγεία.
«Είναι πλέον ένα πιεστικό πρόβλημα για τη δημόσια υγεία διεθνώς, με μια αναδυόμενη επιδημία μυωπίας, που χαρακτηρίζεται από αυξημένο επιπολασμό και συνοδεύεται από μια ολόκληρη πληθυσμιακή μετατόπιση προς τη νεότερη ηλικία έναρξης και τη μεγαλύτερη σοβαρότητα», εξηγούν οι ερευνητές.
Η παλαιότερη γενιά που καλύπτεται από τη μελέτη Biobank ήταν άτομα που γεννήθηκαν μεταξύ 1939 και 1944. Εδώ το 12,6% εμφάνισε μυωπία στην παιδική ηλικία και το 7,4% αργότερα στη ζωή. Για τη νεότερη γενιά, που γεννήθηκε μεταξύ 1965 και 1970, τα ποσοστά αυτά αυξήθηκαν σε 15,6% και 13,6% αντίστοιχα.
Συνολικά, το ποσοστό των ατόμων με μυωπία στην παλαιότερη και τη νεότερη γενιά αυξήθηκε από 20% σε 29,2%, αν και οι περισσότερες από τις επιπλέον περιπτώσεις ενηλίκων ήταν ήπιες. Αυτό δεν λέει όλη την ιστορία, το υψηλότερο ποσοστό, 30,9% καταγράφηκε για όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1955 και 1959.
Σύμφωνα με την έρευνα, η αύξηση του αριθμού των ατόμων που παραμένουν στην εκπαίδευση μετά την ηλικία των 18 ετών θα μπορούσε επίσης να είναι ένας παράγοντας. Αυτή η συσχέτιση μεταξύ της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (περισσότερα χρόνια ανάγνωσης και λήψης εξετάσεων) και υψηλότερου κινδύνου μυωπίας έχει προηγουμένως επισημανθεί σε αρκετές προηγούμενες μελέτες.
«Υπήρξε μια μετατόπιση με την πάροδο του χρόνου στο ποσοστό των παιδιών που επιλέγουν να παραμείνουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και, παράλληλα, αλλαγή των μεθόδων διδασκαλίας, ευρεία χρήση της τηλεόρασης και ευρεία χρήση ηλεκτρονικών συσκευών στον ελεύθερο χρόνο», γράφουν οι ερευνητές.