Ζήσης Ψάλλας
Με επικεφαλής τους ερευνητές του NYU Langone Health και του Κέντρου Καρκίνου Laura and Isaac Perlmutter, μια μελέτη έδειξε ότι τα γονίδια που εμπλέκονται στη χρήση της βαλίνης, ενός αμινοξέος, στα κύτταρα ήταν πιο ενεργά στα καρκινικά Τ κύτταρα παρά στα φυσιολογικά Τ κύτταρα.
Το μπλοκάρισμα των γονιδίων που συνδέονται με τη βαλίνη όχι μόνο οδήγησε σε μειωμένη βαλίνη στα λευχαιμικά Τ κύτταρα του αίματος, αλλά επίσης εμπόδισε την ανάπτυξη αυτών των καρκινικών κυττάρων στο εργαστήριο. Μόνο το 2% των καρκινικών Τ κυττάρων παρέμειναν ζωντανά.
Η μελέτη έδειξε ότι η διατροφή των λευχαιμικών ποντικών με δίαιτες χαμηλής βαλίνης για τρεις εβδομάδες διέκοψε την ανάπτυξη του καρκίνου. Η δίαιτα μείωσε επίσης τα κυκλοφορούντα καρκινικά κύτταρα του αίματος τουλάχιστον κατά 50% και σε ορισμένες περιπτώσεις σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα. Αντίθετα, η επανεισαγωγή της βαλίνης στη διατροφή οδήγησε σε ανάπτυξη του καρκίνου.
Οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε βαλίνη είναι άμεσα διαθέσιμες, καθώς χρησιμοποιούνται ήδη για τη θεραπεία ανισορροπιών οξέων στο σώμα που συνδέονται με γενετικές διαταραχές οι οποίες επηρεάζουν τον μεταβολισμό του εντέρου.
Ο συνδυασμός διατροφής και φαρμάκων είναι σημαντικός επειδή οι διατροφικοί περιορισμοί δεν είναι πιθανώς βιώσιμοι μακροπρόθεσμα. Αυτό οφείλεται στη γνωστή πιθανότητα μυϊκής απώλειας και εγκεφαλικής βλάβης από παρατεταμένη ανεπάρκεια της βαλίνης.
Η κλινική προσέγγιση περιλαμβάνει τη χρήση δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε βαλίνη για τη συρρίκνωση του αριθμού των καρκινικών κυττάρων στην οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία σε τόσο χαμηλό επίπεδο που τα φάρμακα θα μπορούσαν στη συνέχεια να εμποδίσουν αποτελεσματικά την εξέλιξη του καρκίνου.
Οι ερευνητές είπαν ότι πολλά βασικά δομικά στοιχεία των κυττάρων, συμπεριλαμβανομένων των πρωτεϊνών, των νουκλεοτιδίων και των λιπαρών οξέων, χρειάζονται για να αναπτυχθεί και να εξαπλωθεί ο καρκίνος. Τουλάχιστον μισή ντουζίνα άλλα αμινοξέα, ειδικά τα υψηλά επίπεδα λυσίνης, έχουν εμπλακεί στη προώθηση των καρκίνων, αλλά ο ακριβής ρόλος τους παραμένει άγνωστος. Απαιτείται περισσότερη έρευνα, προτού προταθούν οποιεσδήποτε κατευθυντήριες γραμμές θεραπείας.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature.