Ζήσης Ψάλλας
Η κατανάλωση τροφίμων που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως το γιαούρτι, το κεφίρ και το τυρί κότατζ οδηγούν σε αύξηση της μικροβιακής ποικιλομορφίας.
Σε μια κλινική δοκιμή, 36 υγιείς ενήλικες κατανεμήθηκαν τυχαία να ακολουθήσουν μια δίαιτα 10 εβδομάδων που περιελάμβανε τροφές που έχουν υποστεί ζύμωση ή ήταν υψηλής περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες. Οι δύο δίαιτες είχαν ως αποτέλεσμα διαφορετικές επιδράσεις στο μικροβίωμα του εντέρου και στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στις τροφές με φυτικές ίνες και στις ζυμωμένες τροφές λόγω προηγούμενων αναφορών για τα πιθανά οφέλη τους στην υγεία. Ενώ οι δίαιτες με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες έχουν συσχετιστεί με χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, η κατανάλωση τροφών που έχουν υποστεί ζύμωση μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση του βάρους και μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο διαβήτη, καρκίνου και καρδιαγγειακών παθήσεων.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα αίματος και κοπράνων που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της προ-δοκιμαστικής περιόδου τριών εβδομάδων, των 10 εβδομάδων της δίαιτας και μιας περιόδου τεσσάρων εβδομάδων μετά τη δίαιτα, όταν οι συμμετέχοντες έτρωγαν όπως επέλεξαν.
Όσοι αύξησαν την κατανάλωση ζυμωμένων τροφίμων εμφάνισαν παρόμοια αποτελέσματα στην ποικιλομορφία των μικροβίων και στους φλεγμονώδεις δείκτες, σύμφωνα με προηγούμενες έρευνες που δείχνουν ότι οι βραχυπρόθεσμες αλλαγές στη διατροφή μπορούν να μεταβάλουν γρήγορα το μικροβίωμα του εντέρου. Από την άλλη πλευρά, η περιορισμένη αλλαγή του μικροβιώματος στην ομάδα των φυτικών ινών συμπίπτει με τις προηγούμενες αναφορές σχετικά με μια γενική ανθεκτικότητα του ανθρώπινου μικροβιώματος σε σύντομες χρονικές περιόδους.
Τα αποτελέσματα έδειξαν επίσης ότι η μεγαλύτερη πρόσληψη φυτικών ινών οδήγησε σε περισσότερους υδατάνθρακες στα δείγματα κοπράνων, δείχνοντας ατελή αποδόμηση των φυτικών ινών από τα μικρόβια του εντέρου. Αυτά τα ευρήματα συνάδουν με άλλες έρευνες που υποδηλώνουν ότι το μικροβίωμα των ανθρώπων που ζουν στον βιομηχανικό κόσμο στερείται μικροβίων που αποδομούν τις φυτικές ίνες.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε online στο περιοδικό Cell.