Ζήσης Ψάλλας
Μελέτη που έγινε σε νεαρούς ενήλικες δείχνει ότι το επίπεδο πρόσληψης πρωτεϊνών είναι το κλειδί για την υγεία των μυών, ανεξάρτητα από το αν προέρχεται από φυτά ή ζώα.
Στη μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο στη Βραζιλία, 38 υγιείς νεαροί ενήλικες, οι μισοί από τους οποίους ήταν βίγκαν και οι άλλοι μισοί παμφάγοι, παρακολουθήθηκαν για 12 εβδομάδες. Εκτός από την εκτέλεση ασκήσεων για την αύξηση της μυϊκής δύναμης και μάζας, οι εθελοντές ακολούθησαν είτε μια μικτή διατροφή με ζωική και φυτική πρωτεΐνη, είτε μια εντελώς φυτική διατροφή, και οι δύο με την ίδια συνιστώμενη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες (1,6 γραμμάρια ανά κιλό σωματικού βάρους ανά μέρα).
Στο τέλος των τριών μηνών, δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ των βίγκαν και των παμφάγων όσον αφορά την αύξηση της μυϊκής δύναμης και μάζας.
Οι πηγές πρωτεϊνών χαρακτηρίζονται κυρίως με βάση τα απαραίτητα αμινοξέα, και ειδικά τη λευκίνη η οποία παίζει βασικό ρόλο στην αναβολική διέγερση των σκελετικών μυών.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι για τους σκοπούς του πειραματικού ελέγχου, η πρόσληψη πρωτεΐνης ήταν η ίδια και στις δύο δίαιτες μέσω συμπληρωμάτων πρωτεΐνης. Οι παμφάγοι και οι βίγκαν έλαβαν πρωτεΐνη ορού γάλακτος ή πρωτεΐνη σόγιας αντίστοιχα, προκειμένου να επιτευχθεί η στοχευμένη πρόσληψη.
Το κρέας, το γάλα και τα αυγά περιέχουν περισσότερη πρωτεΐνη ανά γραμμάριο από ό, τι το ρύζι και τα φασόλια, για παράδειγμα. Σε μια κλινική εφαρμογή με φυτικά τρόφιμα ως μοναδική πηγή πρωτεΐνης, οι βίγκαν θα πρέπει να καταναλώνουν μεγάλη ποσότητα τροφής για να λάβουν την ίδια ποσότητα πρωτεΐνης.
Αυτό το αποτέλεσμα επιβεβαιώνει άλλα δεδομένα στη βιβλιογραφία που δείχνουν ότι μια βίγκαν δίαιτα μπορεί να είναι απολύτως πλήρης εάν έχει σχεδιαστεί και εκτελεστεί σωστά. Για να συμβαίνει αυτό, ωστόσο, απαιτείται κατάλληλη διατροφική συμβουλευτική και εκπαίδευση σχετικά με τις επιλογές των ανθρώπων".
Οι ερευνητές ανέφεραν είναι ότι τα άτομα ήταν υγιείς νεαροί ενήλικες και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι διαφορετικά για τους ηλικιωμένους ή τα άτομα με προβλήματα υγείας.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Sports Medicine.