Ζήσης Ψάλλας
Εκτιμάται ότι ακόμα και το 80% των εγκύων γυναικών μπορεί να έχει ανεπαρκή πρόσληψη ψευδαργύρου. Η έρευνα δείχνει ότι οι έγκυες και οι θηλάζουσες καταναλώνουν περί τα 9,6 mg ψευδάργυρου την ημέρα, πολύ κάτω από τη συνιστώμενη πρόσληψη των 15 mg κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Έχει εκτιμηθεί ότι η έλλειψη ψευδαργύρου συμβάλει σε περίπου μισό εκατομμύριο θανάτους μητέρων και παιδιών ετησίως, κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η ανεπάρκεια ψευδαργύρου κατά την εγκυμοσύνη έχει συσχετιστεί με εξασθενημένη ανοσία, παρατεταμένο τοκετό, πρόωρους ή μεταγενέστερους τοκετούς, καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξης, χαμηλό βάρος γέννησης και υπέρταση που προκαλείται από την εγκυμοσύνη.
Πάντως, σπάνια η σοβαρή ανεπάρκεια ψευδαργύρου συμπεριλαμβανομένης αυτής που οφείλεται σε κληρονομικά ελαττώματα στην απορρόφηση ψευδαργύρου (εντεροπαθητική ακροδερματίτιδα) μπορεί να οδηγήσει σε συγγενείς δυσπλασίες και απώλεια εγκυμοσύνης.
Δύο μετα-αναλύσεις έχουν αναφέρει ότι τα συμπληρώματα ψευδαργύρου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μείωσαν τη συχνότητα πρόωρου τοκετού κατά 14% αλλά δεν υπήρξε επίδραση στο βάρος γέννησης, στις υπερτασικές διαταραχές ή στη θνησιμότητα των νεογνών. Η μείωση του πρόωρου τοκετού παρατηρήθηκε κυρίως σε γυναίκες από περιβάλλον χαμηλού εισοδήματος και ως εκ τούτου μπορεί να αντικατοπτρίζει βελτιώσεις στην κακή βασική διατροφική κατάσταση αυτών των γυναικών, και όχι μεμονωμένα των συμπληρωμάτων ψευδαργύρου καθαυτά. Είναι εύλογο ότι ο ψευδάργυρος μπορεί να μειώσει τον πρόωρο τοκετό μέσω της μείωσης της μητρικής λοίμωξης, πρωταρχικής αιτίας της πρόωρης γέννησης.
Μέχρι σήμερα, τα οφέλη του ψευδάργυρου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν έχουν αποδειχθεί και καθώς η ανεπάρκεια ψευδαργύρου είναι πιθανώς αντανάκλαση της κακής διατροφής. Στρατηγικές για τη βελτίωση της συνολικής μητρικής διατροφής είναι πιθανό να αποφέρουν πιο απτά οφέλη για την υγεία από τη χρήση μόνο συμπληρωμάτων ψευδαργύρου.
Ο ψευδάργυρος υπάρχει σε πολλά τρόφιμα αλλά τα υψηλότερα επίπεδα μπορούν να βρεθούν στο κρέας, τα θαλασσινά, το γάλα και τους ξηρούς καρπούς. Δίαιτες με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες ή φυτικό οξύ μπορούν να μειώσουν τη βιοδιαθεσιμότητα του ψευδαργύρου.