Ζήσης Ψάλλας
Δεν παρουσιάζουν συμπτώματα όλες οι έγκυες γυναίκες που μολύνονται από τον κορωνοϊό. Αλλά όταν υπάρχουν συμπτώματα, αυτά μπορεί να διαρκέσουν δύο μήνες ή περισσότερο.
Στη μελέτη PRIORITY, οι ερευνητές ανέλυσαν την κλινική πορεία και τα αποτελέσματα 594 γυναικών που είχαν βρεθεί θετικές στον ιό SARS-CoV-2. Οι μισές γυναίκες είχαν συμπτώματα μετά από τρεις εβδομάδες και το 25% μετά από οκτώ εβδομάδες.
Εκτός του ότι τα συμπτώματα διαρκούν περισσότερο, πιστεύεται ότι η νόσος COVID-19 μπορεί να προκαλεί πιο πολλές επιπλοκές μεταξύ των εγκύων γυναικών. Μια μελέτη διαπίστωσε ότι οι έγκυες γυναίκες με κορωνοϊό είχαν 1,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να εισαχθούν σε μονάδα εντατικής θεραπείας και 1,7 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να λάβουν μηχανική υποστήριξη σε σχέση με τις μη έγκυες γυναίκες. Επίσης, μια ανασκόπηση που περιλάμβανε 17 μελέτες (2.567 εγκυμοσύνες) διαπίστωσε ότι η εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας ήταν απαραίτητη για το 7% των εγκύων ενώ το ποσοστό εισαγωγής των μη εγκύων ήταν μόνο 4,2%.
Μια άλλη μελέτη εξέτασε τη σχέση μεταξύ μόλυνσης από κορωνοϊό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και των επιπλοκών, τόσο στις μητέρες όσο και στα νεογέννητα μωρά τους. Διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες που ήταν θετικές στον κορωνοϊό είχαν υψηλότερη συχνότητα προεκλαμψίας σε σχέση με αυτές που δεν νοσούσαν (7,7% έναντι 4,3%).
Η νόσος COVID-19 δεν είναι η μόνη που προκαλεί επιπλοκές κατά την εγκυμοσύνη, το ίδιο κάνει και η γρίπη. Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι η γρίπη μπορεί να επιφέρει σοβαρές επιπλοκές τόσο στη μητέρα όσο και στο μωρό.
Οι έγκυες γυναίκες με γρίπη διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο νοσηλείας λόγω πνευμονίας και άλλων επιπλοκών ενώ τα μωρά τους διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο μειωμένης ανάπτυξης, αποβολής και πρόωρης γέννησης.
Το γιατί συμβαίνει αυτό δεν είναι πλήρως κατανοητό αλλά μια πρόσφατη μελέτη σε πειραματόζωα υποδηλώνει ότι ο ιός της γρίπης συμπεριφέρεται διαφορετικά στο σώμα των εγκύων και των μη εγκύων ποντικών. Ο ιός της γρίπης δεν παραμένει στους πνεύμονες αλλά εξαπλώνεται σε ολόκληρο το σώμα της μητέρας.
Το εύρημα ανατρέπει την τρέχουσα σκέψη και θα μπορούσε να βοηθήσει τους επιστήμονες να καταλάβουν τι συμβαίνει με τη νόσο COVID-19.