Ζήσης Ψάλλας
Μελέτη, με επικεφαλής τον Clint Gray, ερευνητικό συνεργάτη στο Τμήμα Παιδιατρικής και Παιδικής Υγείας του University of Otago, διαπίστωσε ότι η αύξηση της φρουκτόζης στη διατροφή των θηλυκών ινδικών χοιριδίων οδήγησε σε εξαιρετικά σημαντικές αλλαγές στα ελεύθερα λιπαρά οξέα που κυκλοφορούν στο αίμα των απογόνων τους. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι οι απόγονοι δεν κατανάλωναν φρουκτόζη.
Η πρώτη συγγραφέας της μελέτης Erin Smith είπε ότι η προηγούμενη έρευνα έχει δείξει πως η κακής ποιότητα της διατροφής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προδιαθέτει τους απογόνους σε μακροπρόθεσμες συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης παχυσαρκίας, διαβήτη και καρδιαγγειακών παθήσεων αργότερα στη ζωή.
Ωστόσο, υπήρξε έλλειψη δεδομένων που εξετάζουν την επίδραση της αυξημένης πρόσληψης φρουκτόζης πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και επακόλουθες παρενέργειες στη γαλουχία, την ανάπτυξη του εμβρύου και τη μεταβολική λειτουργία των απογόνων.
Μια ομάδα ζώων έλαβε με την τροφή φρουκτόζη και συγκρίθηκε με μια άλλη ομάδα που δεν έλαβε φρουκτόζη. Η ομάδα της φρουκτόζης έλαβε συμπληρωματικό νερό φρουκτόζης 60 ημέρες πριν από το ζευγάρωμα και μέχρι τη γέννα. Η φρουκτόζη αποτελούσε το 16,5% της διατροφής, κάτι που μοιάζει πολύ με τη μέση ανθρώπινη κατανάλωση φρουκτόζης και ζάχαρης στις δυτικές χώρες, η οποία υπολογίζεται σε περίπου 14% της μέσης ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης.
Οι ερευνητές είπαν: «Διαπιστώσαμε ότι η φρουκτόζη είχε σημαντικό αντίκτυπο στη μεταβολική κατάσταση των εγκύων θηλυκών και στην περιεκτικότητα των ελεύθερων λιπαρών οξέων στο γάλα τους. Παρέχουμε επίσης τις πρώτες ενδείξεις ότι τα παιδιά που γεννιούνται από μητέρες που τρέφονται με φρουκτόζη εμφανίζουν ένα πολύ συγκεκριμένο προφίλ αυξημένων ελεύθερων λιπαρών οξέων και αλλοιωμένο μεταβολισμό λιπιδίων που επιμένει σε όλη την πρώιμη ζωή».
Η έρευνα δημοσιεύεται στο διεθνές περιοδικό Frontiers in Endocrinology.