Ζήσης Ψάλλας
Σουηδοί ερευνητές εξέτασαν τη σχέση μεταξύ μόλυνσης από κορωνοϊό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και των επιπλοκών, στις μητέρες και στα νεογέννητα μωρά.
Σχεδόν δύο στις τρεις έγκυες γυναίκες που ήταν θετικές στον SARS-CoV-2 ήταν ασυμπτωματικές. Οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν υψηλότερη συχνότητα επιπλοκών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ούτε χειρότερη υγεία στα νεογνά. Ωστόσο, η προεκλαμψία ήταν πιο συχνή.
Στις 25 Μαρτίου 2020, το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Karolinska στη Σουηδία ξεκίνησε ένα πρόγραμμα PCR test για το νέο κορωνοϊό για όλες τις γυναίκες που έγιναν δεκτές για τοκετό. Οι ερευνητές της παρούσας μελέτης συνέλεξαν αυτά τα δεδομένα και τα συνέδεσαν με στοιχεία από το Σουηδικό Μητρώο Κύησης για 2.682 γυναίκες που γέννησαν στο νοσοκομείο μεταξύ 25 Μαρτίου και 24 Ιουλίου 2020.
Οι ερευνητές συνέκριναν τις γυναίκες με θετικό τεστ για τον κορωνοϊό με τις γυναίκες που είχαν αρνητικό τεστ, ταιριάζοντας τις δύο ομάδες για την ηλικία, τον Δείκτη Μάζας Σώματος, το επίπεδο εκπαίδευσης, το κάπνισμα και άλλους παράγοντες.
Συνολικά 156 γυναίκες (5,8%) ήταν θετικές στον SARS-CoV-2. Από αυτές, το 65% ήταν ασυμπτωματικές. Το ότι η πλειονότητα των θετικών στο τεστ εγκύων ήταν χωρίς συμπτώματα συμφωνεί με άλλες έρευνες.
Δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά όσον αφορά τον τρόπο τοκετού, την αιμορραγία, την επισκληρίδιο αναλγησία, τον πρόωρο τοκετό, τη διάρκεια της παραμονής στο νοσοκομείο ή το θηλασμό. Ούτε υπήρχε διαφορά στο βάρος γέννησης..
Οι γυναίκες που ήταν θετικές στον κορωνοϊό είχαν υψηλότερη συχνότητα προεκλαμψίας (7,7% έναντι 4,3%).
«Ένας πιθανός λόγος για αυτό είναι ότι τόσο η προεκλαμψία όσο και η νόσος COVID-19 επηρεάζουν πολλά όργανα και μπορούν να παρουσιάσουν παρόμοια συμπτώματα», είπε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Mia Ahlberg, ερευνήτρια στο Τμήμα Ιατρικής, Karolinska Institutet (Solna).
Η μελέτη έδειξε επίσης ότι ο επιπολασμός του SARS-CoV-2 ήταν υψηλότερος σε γυναίκες με χαμηλότερη εκπαίδευση (14,2% με λιγότερο από 10 χρόνια στο σχολείο συγκριτικά με 4% με πάνω από 12 χρόνια). Επίσης οι επιπλοκές ήταν υψηλότερες σε γυναίκες που γεννήθηκαν στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή (10%) σε σχέση με αυτές που γεννήθηκαν στις σκανδιναβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Σουηδίας (3,9%).
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA.