Ζήσης Ψάλλας
Έως ένας στους τέσσερις ενήλικες έχει συσσώρευση λίπους στο ήπαρ. Αυτό σπάνια έχει συμπτώματα από μόνο του, αλλά τα άτομα με λιπαρό συκώτι έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.
Τώρα, μια νέα μελέτη από τη Σχολή Επιστημών Υγείας και Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης δείχνει ότι τα άτομα με λιπαρό συκώτι έχουν μειωμένη ευαισθησία στην ορμόνη γλυκαγόνη. Το ίδιο παρατηρείται και σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, η πλειονότητα των οποίων έχει αυξημένο λίπος στο συκώτι.
Η ινσουλίνη και η γλυκαγόνη συνεργάζονται για να εξισορροπήσουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Η γλυκαγόνη αντισταθμίζει τη δράστη της ινσουλίνης. Περίπου τέσσερις έως έξι ώρες μετά το φαγητό, τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα μειώνονται, προκαλώντας τα άλφα κύτταρα του παγκρέατος να παράγουν γλυκαγόνη. Στη συνέχεια, η γλυκαγόνη δίνει σήμα στα κύτταρα του ήπατος να μετατρέψουν το αποθηκευμένο γλυκογόνο σε γλυκόζη. Τελικά, η γλυκόζη απελευθερώνεται στην κυκλοφορία του αίματος ώστε να χρησιμοποιηθεί ως ενέργεια από τα κύτταρα του σώματος. Μ' αυτόν τον τρόπο τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα παραμένουν σε συγκεκριμένα όρια στα υγιή άτομα.
«Ένα αυξημένο επίπεδο γλυκαγόνης είναι ανεπιθύμητο διότι αυξάνει την παραγωγή σακχάρου από το ήπαρ προς το αίμα», ανέφερε ο Nicolai J. Wewer Albrechtsen, επίκουρος καθηγητής στο Novo Nordisk Center for Protein Research and Resident στο Τμήμα Κλινικής Βιοχημείας, Rigshospitalet.
Με τη μελέτη τους, οι ερευνητές εισάγουν μια εντελώς νέα ιδέα στον τομέα του διαβήτη, την αντίσταση στη γλυκαγόνη. Πιστεύουν ότι η ιδέα είναι τόσο θεμελιώδης για την κατανόηση του διαβήτη που δεν πρέπει να περιορίζεται σε εργαστήρια και ερευνητικά περιβάλλοντα.
Η μελέτη δείχνει έναν νέο βιοδείκτη (το δείκτη γλυκαγόνης-αλανίνης) που μπορεί να είναι χρήσιμος στον εντοπισμό ατόμων με μειωμένη ευαισθησία στη γλυκαγόνη. «Εάν μπορούμε να ανιχνεύσουμε την αντίσταση στη γλυκαγόνη με μια εξέταση αίματος, μπορούμε να ξεκινήσουμε τη θεραπεία νωρίς και έτσι να αποτρέψουμε την ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2», είπαν οι ερευνητές.
Το λιπαρό συκώτι αντιμετωπίζεται κυρίως με απώλεια βάρους, κάτι που περιορίζει την ποσότητα του λίπους στο συκώτι. Αλλά μπορεί επίσης να αναπτυχθούν φάρμακα που αναστέλλουν τη δράση της γλυκαγόνης.