Ζήαης Ψάλλας
Οι ελπίδες που είχαν εκφραστεί πριν από το καλοκαίρι δεν επαληθεύτηκαν. Ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 δεν είναι εποχικός ούτε έχει διάθεση να υποχωρήσει. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξουν πολλά κρούσματα σε όλες τις χώρες του βορείου ημισφαιρίου. Παρατηρήθηκε, πάντως, μείωση του ποσοστού της θνησιμότητας κι αυτό είναι καλό νέο εάν οφείλεται στο ότι ο ιός έγινε λιγότερο φονικός. Αλλά μια πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι το ποσοστό θνησιμότητας μειώθηκε επειδή μολύνθηκαν περισσότερα νέα άτομα και οι γιατροί έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν καλύτερα τους ασθενείς.
Όταν ο SARS-CoV-2 άρχισε να χτυπά την ανθρωπότητα θεωρήθηκε ότι ήταν αναπνευστική νόσος και ότι πλήττει τους ηλικιωμένους πολύ περισσότερο από τους νέους. Η νέα έρευνα έχει ανατρέψει αυτές τις υποθέσεις.
Έχει επισημανθεί εδώ και καιρό ότι η COVID-19 βλάπτει τους πνεύμονες ακόμα και μετά την ανάρρωση. Τον περασμένο Ιούνιο, μια ομάδα γιατρών σε νοσοκομείο της Κίνας, δημοσίευσε τα ευρήματά της σχετικά με τη λειτουργία των πνευμόνων σε 110 ασθενών που ανέρρωσαν. Το 47% είχε ανωμαλίες στη λειτουργία των πνευμόνων και το 25% μπορούσε να λάβει μικρή ποσότητα αέρα στους πνεύμονες παρά το γεγονός ότι τα άτομα αυτά είχαν φυσιολογικά επίπεδα οξυγόνου στο αίμα τους όταν έφυγαν από το νοσοκομείο.
Μια γερμανική μελέτη χρησιμοποίησε με μαγνητική τομογραφία για να εξετάσει την καρδιά 100 ατόμων, μέσης ηλικίας 49 ετών, που έγιναν καλά από τον ιό -το 65% είχε παραμείνει στο σπίτι του. Οι 78 από τους 100 είχαν κάποια δομική αλλοίωση στην καρδιά τους. Οι 76 είχαν αύξηση ειδικών καρδιακών ενζύμων στο αίμα τα οποία συνήθως ανευρίσκονται στο έμφραγμα.
Ο ιός μπορεί να μολύνει και τα νεφρικά κύτταρα. Έτσι η νόσος ενδέχεται να προκαλέσει μακροχρόνια νεφρική βλάβη, συμπεριλαμβανομένης της νεφρικής ανεπάρκειας. Η Αμερικανική Εταιρεία ανέφερε ότι το 20-30% των ασθενών που νοσηλεύτηκαν με λοίμωξη από τον κορωνοϊό εμφάνισαν νεφρική ανεπάρκεια που απαιτεί αιμοκάθαρση.
Τέλος, μερικοί ασθενείς που έχουν αναρρώσει λένε ότι δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν και μερικές φορές βρίσκονται σε σύγχυση. Αυτό έδειξε μια μελέτη που περιέλαβε 60 ασθενείς και βασίστηκε σε μαγνητικές τομογραφίες.