Γράφει στο medicalnews.gr o διακεκριμένος Ελληνοαμερικανός Καθηγητής Παθολογίας – Λοιμωξιολογίας & Ερευνητής στο Πανεπιστήμιο John Hopkins Πέτρος Καρακούσης
Σε ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, το αποκαλούμενο «Των μετά τα φυσικά», ο Αριστοτέλης έγραψε «Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει». Είναι στη φύση του ανθρώπου δηλαδή να θέλει να αποκτά γνώσεις. Σύμφωνα δε με τον φιλόσοφο Καρλ Πόπερ, η αναζήτηση της αλήθειας είναι «ένα από τα ισχυρότερα κίνητρα της επιστημονικής ανακάλυψης».
Ωστόσο, η επιστήμη συνήθως πορεύεται προς την αλήθεια σταδιακά και με αργούς ρυθμούς. Απαιτούνται πολλές μελέτες διαχρονικά για να επιβεβαιώσουμε ή να αντικρούσουμε τα ευρήματα της, και τελικά να καταλήξουμε στη σωστή γνώση, δηλαδή σε αυτή που αντιστοιχεί στη πραγματικότητα. Πολλοί επιστήμονες αφιερώνουν ολόκληρη τη σταδιοδρομία τους σε αυτή τη διαδικασία, η οποία τείνει να είναι ανιαρή και να διεξάγεται κατά μεγάλο βαθμό εκτός της κοινής συνείδησης.
Σήμερα παρατηρούμε ότι η επιστήμη προχωρά με ταχύτατο ρυθμό όσον αφορά τη νόσο COVID-19. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι εντελώς απροσδόκητο. Αντιμέτωποι με έναν αόρατο εχθρό ο οποίος έχει σκοτώσει ήδη πάνω από 230.000 ανθρώπους και έχει μολύνει άλλα 3,3 εκατομμύρια άτομα, είναι κατανοητό ότι τα ΜΜΕ και το κοινό συλλαμβάνουν και αναπαράγουν την κάθε «επιστημονική» πληροφορία που αφορά την καθημερινότητά τους.
Ωστόσο, αυτή η τάση, αν και κατανοητή, μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις. Τον περασμένο μήνα, Γάλλοι επιστήμονες δημοσίευσαν τα θετικά αποτελέσματα μιας μελέτης για τη θεραπεία της COVID-19 με την υδροξυχλωροκίνη (hydroxychloroquine, «HCQ»), η οποία χρησιμοποιείται στη θεραπεία διαφόρων ειδών φλεγμονωδών και δερματολογικών παθήσεων, με αποτέλεσμα να επαινείται το φάρμακο ως «θαυματουργό» από ορισμένους πολιτικούς και από τα ΜΜΕ.
Η μελέτη αυτή ήταν σχετικά μικρή (συμπεριελάμβανε 20 ασθενείς οι οποίοι
έλαβαν HCQ μαζί με η χωρίς το αντιβιοτικό αζιθρομυκίνη (azithromycin) και 16 ασθενείς που έλαβαν μόνο τη θεραπεία πρώτης γραμμής) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χρήση της HCQ συσχετίστηκε με σημαντική μείωση του ιού σε ρινοφαρυγγικά δείγματα 6 μέρες μετά την έναρξη της θεραπείας. Αν και υπήρχε μια «ομάδα ελέγχου» που δεν έλαβε τη HCQ, οι ασθενείς δεν συλλέχθηκαν τυχαία για να λάβουν το πειραματικό φάρμακο, οπότε τίθεται το ερώτημα αν οι δύο ομάδες είχαν τα ίδια κλινικά χαρακτηριστικά. Επίσης, 6 ασθενείς που έλαβαν HCQ και αργότερα παρουσίασαν σοβαρή μορφή της νόσου η εισήχθησαν στην εντατική μονάδα, αποκλείστηκαν από την ανάλυση της έρευνας για μη βάσιμους λόγους. Επί πλέον, εννοείται ότι από κλινική άποψη πιο σημαντικό ως αποτέλεσμα θα ήταν ο αριθμός των ασθενών σε κάθε ομάδα που υπέκυψαν στη μόλυνση ή που υποβλήθηκαν σε διασωλήνωση.
Διάφορες τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη για να μελετηθεί η αποτελεσματικότητα της HCQ στη θεραπεία της COVID-19. Ωστόσο, με βάση τα προκαταρκτικά και αμφισβητήσιμα αποτελέσματα της παραπάνω μελέτης, τα οποία δημοσιοποιήθηκαν ευρέως από τα MME, ένα ζευγάρι Αμερικανών για προφυλακτικό σκοπό πήρε το απολυμαντικό που χρησιμοποιούσε για το ενυδρείο των ψαριών τους, και το οποίο περιείχε χλωροκίνη ως συστατικό, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τον θάνατο του αντρός και την εκτεταμένη νοσηλεία της γυναίκας λόγω δηλητηρίασης.
Με αφορμή την άρση ορισμένων περιοριστικών μέτρων κυκλοφορίας και την επιβολή της χρήσης μάσκας από την Υγειονομική Επιτροπή στους χώρους όπου θα είναι ελεύθερη η πρόσβαση του κοινού από τη Δευτέρα, 4 Μαΐου, ας εξετάσουμε τη μετάδοση του ιού SARS-CoV-2, ο οποίος ευθύνεται για τη νόσο COVID-19.
Σε αντίθεση με την ιλαρά και την ανεμοβλογιά, οι οποίες μεταδίδονται μέσω αερολυμάτων, ο τρόπος μετάδοσης των κορονοϊών και της γρίπης είναι μέσω αναπνευστικών σταγονιδίων μεγάλης διαμέτρου, τα οποία εκτοξεύονται με τον βήχα και το φτέρνισμα, αλλά λόγω βαρύτητας, ταξιδεύουν στον αέρα λιγότερο από 1,5 μέτρο, με αποτέλεσμα να πέφτουν στο έδαφος και ιδιαίτερα στις σκληρές επιφάνειες. Το γεγονός αυτό αποτελεί τη βάση των συστάσεων για τη διατήρηση απόστασης 2 μέτρων του ενός από τον άλλον, μειώνοντας κατά αυτό τον τρόπο την επαφή με τα σταγονίδια και παράλληλα τον κίνδυνο μόλυνσης.
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε σε ένα από τα πιο έγκυρα περιοδικά του ιατρικού τομέα, το «The New England Journal of Medicine», προκάλεσε πολύ συζήτηση επειδή έφερε εις φως ότι ο SARS-CoV-2 μπορεί να παραμείνει βιώσιμος έως και 3 ώρες σε μικροσκοπικές σταγόνες αερολύματος διαμέτρου έως πέντε εκατομμυριοστών του μέτρου. Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε ότι τα αποτελέσματα αυτά είναι αμφισβητήσιμης κλινικής σημασίας, καθώς οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μία συσκευή αερόλυσης για να δημιουργήσουν μικροσκοπικά σταγονίδια, και δεν αποδεικνύουν αν ο μολυσμένος ασθενής μπορεί να παράγει και να εκπέμπει τέτοιου είδους σταγονίδια. Σε μία άλλη μελέτη στο επίσης έγκυρο επιστημονικό περιοδικό «Nature» περιγράφεται η παρουσία του κορονοϊού σε δείγματα αέρα από τα δωμάτια ασθενών με COVID-19 σε νοσοκομείο του Γουχάν. Ωστόσο, αυτά τα αποτελέσματα δεν οδηγούν σε οριστικό συμπέρασμα, επειδή η μεθοδολογία βασίστηκε στην ανίχνευση του γενετικού υλικού του ιού (RNA) με PCR, το οποίο δεν σημαίνει κατά συνέπεια ότι ο ιός είναι βιώσιμος ή μεταδοτικός. Με βάση τα ευρήματα μελετών όπως αυτές, οι περισσότεροι νοσηλευτές επί του παρόντος χρησιμοποιούν μάσκες N-95 κατά την περίθαλψη αρρώστων με COVID-19, οι οποίες ναι μεν προστατεύουν από τα αερομεταφερόμενα σωματίδια αλλά δεν είναι ευρέως διαθέσιμες. Σε αντίθεση οι απλές χειρουργικές μάσκες μας προστατεύουν μόνο από τα μεγαλύτερα αναπνευστικά σταγονίδια και όχι από τα αερολύματα.
Αρκετές μελέτες έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα μετάδοσης του SARS-CoV-2 μέσω αερολυμάτων. Μία τέτοια κλινική μελέτη διαπίστωσε ότι 41 νοσηλευτές στη Σιγκαπούρη δεν μολύνθηκαν παρά το γεγονός ότι φορούσαν χειρουργικές μάσκες αντί για μάσκες Ν-95 ενώ βρίσκονταν σε απόσταση εντός 2 μέτρων για περισσότερο από 10 λεπτά και κατά τη διάρκεια παρεμβάσεων που δημιουργούσαν αερολύματα, όπως η ενδοτραχειακή διασωλήνωση.
Μία άλλη έρευνα 91 θαμώνων εστιατορίου στο Γκουάνγκτζου της Κίνας που γευμάτιζαν την ίδια ώρα με ένα άτομο με COVID-19 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο οι 10 μολύνθηκαν μέσω αναπνευστικών σταγονιδίων. Μία πρόσφατη μελέτη στην Ελβετία αναφέρει ότι 21 εργαζόμενοι σε νοσοκομείο πρωτοβάθμιας περίθαλψης είχαν επαφή με ασθενή με COVID-19 χωρίς να φορούν ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό, και συγκεκριμένα μάσκες προσώπου, 10 εκ των οποίων είχαν μάλιστα εκτεταμένη επαφή (> 15 λεπτά), ωστόσο κανένας από αυτούς δεν μολύνθηκε από τον ιό.
Οι περισσότερες μελέτες που έχουν αναλύσει δείγματα του περιβάλλοντος έχουν ανιχνεύσει τη μεγαλύτερη ποσότητα RNA του ιού στις επιφάνειες και στο πάτωμα των θαλάμων των ασθενών με COVID-19. Σε μια τέτοια μελέτη, τα μισά δείγματα που προήλθαν από τα πέλματα των παπουτσιών του νοσηλευτικού προσωπικού στην εντατική μονάδα ήταν θετικά, με συμπέρασμα ότι ο ιός μεταφέρεται κυρίως μέσω σταγονιδίων μεγάλης διαμέτρου, τα οποία πέφτουν λόγω βαρύτητας στις στερεές επιφάνειες.
Ωστόσο, υπάρχει και η πιθανότητα μετάδοσης του ιού όχι μόνο μέσω των
αναπνευστικών σταγονιδίων, κατά των οποίων η διατήρηση απόστασης 2 μέτρων προφυλάσσει από την μόλυνση, αλλά και μέσω αερολυμάτων.
Ερευνητές στο MIT παρατήρησαν ότι τα σωματίδια που εκπέμπονται από τον βήχα ταξιδεύουν μέχρι 4,8 μέτρα και αυτά από το φτέρνισμα ταξιδεύουν έως 7,9 μέτρα. Επίσης, μελέτες για τη γρίπη έδειξαν ότι μολυσμένα άτομα με ήπια ή καθόλου συμπτώματα μπορούν επίσης να παράγουν μολυσματικά σταγονίδια μέσω της ομιλίας και της αναπνοής. Αυτά τα ευρήματα μπορεί να φαίνονται ανησυχητικά, ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες με τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων.
Ωστόσο, μία μελέτη στο περιοδικό «Nature Medicine» έδειξε ότι η χρήση χειρουργικής μάσκας παρεμβαίνει στην πορεία του βήχα, του φτερνίσματος ή της αναπνοής και συλλαμβάνει πριν μπορέσουν να διασπαρθούν ορισμένα αναπνευστικά σταγονίδια σε ασθενείς με γρίπη αλλά και ακόμα και αερολύματα σε ασθενείς μολυσμένους με μη-SARS-CoV-2 κοροναϊούς.
Είναι σαφές ότι απαιτούνται περισσότερες μελέτες για το κατά πόσο και υπό ποιες συνθήκες συμβάλλουν τα αερολύματα στην μετάδοση του SARS-CoV-2. Προς το παρόν δικαιολογείται να αισθανόμαστε ασφαλείς φορώντας μάσκες προσώπου και διατηρώντας μια απόσταση 2 μέτρων από τα άλλα άτομα σε δημόσιους χώρους. Επίσης, οφείλουμε να πλένουμε ή να απολυμάνουμε τα χέρια μας συστηματικά αφού αγγίξουμε επιφάνειες στους δημόσιους χώρους.
_________________________________
*Ο Πέτρος Καρακούσης Είναι τακτικός καθηγητής Παθολογίας και Λοιμωξιολογίας στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins στις ΗΠΑ.
Γιός του αείμνηστου καθηγητή χειρουργικής ογκολογίας Κωνσταντίνου Καρακούση ο οποίος απεβίωσε προ ενός μηνός στο Buffalo, με καταγωγή από τη Καλαμάτα, γεννήθηκε το 1973 στη πόλη Syracuse και μεγάλωσε στο Buffalo της Νέας Yόρκης. είναι σε ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, που αναπτύσσει εμβόλιο κατά του κορονοϊού.
Τελείωσε με εντυπωσιακές επιδόσεις και τους 3 κύκλους σπουδών στο περίφημο Johns Hopkins (JHU). Εδώ και λίγα χρόνια είναι Καθηγητής στο JHU (στο τμήμα Λοιμωδών Νόσων) με ειδίκευση στην Ελονοσία και τον HIV. Παράλληλα ανήκει και στο ιατρικό επιτελείο του ομώνυμου πανεπιστημιακού νοσοκομείου. Έχει ξεκινήσει σημαντική έρευνα για εμβόλιο και πιθανές θεραπείες για τον SARS-CoV-2,
Ολοκλήρωσε τις προκαταρκτικές του σπουδές (undergraduate) στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins και έλαβε το πτυχίο ιατρικής (MD) με πλήρη ακαδημαϊκή υποτροφία από το Washington University School of Medicine στη πόλη St. Louis το 1998. Τελείωσε την ειδικότητα (residency) στην κλινική παθολογία στο Νοσοκομείο του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας στη Φιλαδέλφεια (University of Pennsylvania).
Εν συνεχεία, συμπλήρωσε τριετή εξειδίκευση (fellowship) στα λοιμώδη νοσήματα στο Johns Hopkins το 2005, και προσελήφθη από το ίδιο το πανεπιστήμιο ως επίκουρος Καθηγητής (Assistant Professor), όπου εργάζεται σήμερα ως τακτικός καθηγητής (Professor).
Έχει δημοσιεύσει πάνω από 100 επιστημονικές εργασίες, κυρίως στο θέμα της φυματίωσης (TB), και είναι ο κύριος εκδότης του υπό δημοσίευση βιβλίου «Advances in Host-Directed Therapy against Tuberculosis».
Επί του παρόντος διαθέτει 5 επιχορηγήσεις (grants) από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) των ΗΠΑ.
Εκτός της Αγγλικής, είναι κάτοχος τεσσάρων γλωσσών (της ελληνικής από Γεννήσεως, ισπανικής, γερμανικής, και ρωσικής), με έντονα ενδιαφέροντα στη φιλοσοφία, λογοτεχνία, και ποίηση.