Ο Βας Ναρασιμχάν, ο διευθύνων σύμβουλος (CEO) της γιγάντιας φαρμακοβιομηχανίας Novartis, είναι η προσωποποίηση της Ανατολής που συναντά τη Δύση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
Ο γιος Ινδών μεταναστών στην Αμερική, ο οποίος μελέτησε σε βάθος τον Πλάτωνακαι τον Αριστοτέλη και κατέληξε να διοικεί από το 2018 μια μεγάλη πολυεθνική.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», μιλάει για την προσωπική ζωή του, την εταιρεία του και τη δημόσια υγεία. Ξεχωρίζει η ομολογία και η έκφραση «βαθιάς ανησυχίας» για το πόσο απροετοίμαστη είναι η ανθρωπότητα απέναντι σε μια μελλοντική πανδημία.
Όπως λέει, αναφερόμενος στην προηγούμενη πανδημία του ιού γρίπης Η1Ν1 το 2009, «ήμασταν απίστευτα τυχεροί που ο ιός δεν ήταν πιο φονικός». H Novartis είχε υπάρξει τότε βασικός προμηθευτής εμβολίων στην αμερικανική και άλλες κυβερνήσεις, αλλά, σύμφωνα με τον Ναρασιμχάν, «προσπαθούσαμε να αναπτύξουμε εμβόλια μέσα σε έξι μήνες, όταν συνήθως χρειάζονται περίπου έξι χρόνια. Ήμασταν πολύ πίσω και δεχόμασταν τεράστιες πιέσεις από το υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ και το Λευκό Οίκο…Τελικά τα καταφέραμε αρκετά καλά».
Όμως στο μέλλον ίσως τα πράγματα πάνε χειρότερα. «Νομίζω ότι δεν είμαστε καθόλου προετοιμασμένοι για μια πανδημία», τονίζει σύμφωνα με το ΑΜΠΕ και εξηγεί ότι «από τη μία δεν είναι οικονομικά βιώσιμο για μια φαρμακοβιομηχανία να έχει την ικανότητα ετοιμότητας για μια πανδημία». Από την άλλη, όταν δεν υπάρχει απειλή ορατή, «οι κυβερνήσεις χάνουν το ενδιαφέρον τους. Πρέπει να γίνουν επενδύσεις μακροπρόθεσμες από την οπτική γωνία του δημόσιου τομέα. Αλλά, αν για ένα διάστημα δεν υπάρχουν καθόλου πανδημίες, τότε οι άνθρωποι δεν θέλουν να επενδύσουν σε αυτό. Έτσι, παραμένει η πρόκληση, είτε πρόκειται για πανδημία γρίπης, Έμπολα, πυρετού της Λάσα ή Ζίκα».
Ο μόλις 42χρονος Ναρασιμχάν, απόφοιτος της Σχολής Βιολογίας του Πανεπιστημίου του Σικάγο, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και της Σχολής Διοίκησης Τζον Κένεντι, ο οποίος είχε εργασθεί τόσο στο δημόσιο τομέα (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας), όσο και στον ιδιωτικό (εταιρεία συμβούλων McKinsey και φαρμακοβιομηχανία Sandoz), προτού προσληφθεί ως στέλεχος το 2005 στη Novartis, όπου ανέβηκε τη διευθυντική ιεραρχία έως την κορυφή, είναι τυπική περίπτωση «μάνατζερ με ανθρώπινο πρόσωπο».
Στο παρελθόν θεώρησε σημαντικό να διαβάσει σε βάθος την «Ηθική» του Αριστοτέλη και την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, ενώ σήμερα κάθε νωρίς κάθε πρωί (κάπου μεταξύ 5 και 6 πμ), εκτός από γυμναστική, κάνει διαλογισμό, κάτι μάλλον αναμενόμενο από έναν Ινδό. Πασχίζει συστηματικά για την αυτο-βελτίωση του (έχει μάλιστα και τον σχετικό «κόουτς» που τον κατευθύνει), νηστεύει περιοδικά και γενικά προσέχει πολύ την υγιεινή διατροφή του. Έχει θέσει ως στόχο να κοιμάται καλά, γύρω στις επτά έως οκτώ ώρες (από τις δέκα το βράδυ!), ενώ προσπαθεί επίσης, όπως λέει, να έχει μια ισορροπημένη οικογενειακή ζωή, κάνοντας ανελλιπώς διακοπές με όλη την οικογένεια του και πηγαίνοντας συχνές βόλτες με τη γυναίκα του.
Ο Ναρασιμχάν αναγνωρίζει ότι η φαρμακοβιομηχανίααντιμετωπίζει ένα μεγάλο πρόβλημα με τη δημόσια εικόνα της και τη φήμη της. Παραδέχεται ότι «πρόσφατα η βιομηχανία μας δεν συμπεριφέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο». Όπως λέει, «μια από τις πέντε προτεραιότητες που έχω θέσει για την εταιρεία μας, είναι να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας, κάτι που θεωρώ ένα "παιγνίδι" σε βάθος χρόνου. Δεν πρόκειται να είναι κάτι γρήγορο».