Συνήθως δύο με τρεις μήνες χρειάζονται οι ασθενείς που υπέστησαν έμφραγμα για να επιστρέψουν στη δουλειά τους, κάτι που συμβαίνει με το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτούς (το 67% έως 93%). Ωστόσο, ύστερα από ένα έτος, ο ένας στους τέσσερις από αυτούς τελικά παραιτείται, ιδίως αν είναι καπνιστής και παχύσαρκος, όπως αποκαλύπτει μια νέα γερμανική έρευνα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης, που δημοσιεύτηκαν στο European Journal of Preventive Cardiology (Ευρωπαϊκό Περιοδικό Προληπτικής Καρδιολογίας) της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, δείχνουν ότι η πιθανότητα επιστροφής στην εργασία συσχετίζεται με μια ποικιλία παραγόντων: θέληση, ψυχολογικοί παράγοντες, ιατρική κατάσταση, είδος εργασίας κ.α.
Οι ερευνητές διερεύνησαν επίσης τον ρόλο του φύλου. Φάνηκε πώς οι άντρες επιστρέφουν στην εργασία τους σε μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με τις γυναίκες, ιδίως μετά την ηλικία των 55 ετών. Η επικεφαλής της έρευνας, δρ. Ρόνα Ρέιμπις από το Πανεπιστήμιο του Πότσνταμ, δήλωσε ότι «η παραδοσιακή αντίληψη πως ο άντρας είναι αυτός που πρέπει να θρέψει την οικογένεια, συνεχίζει να υπάρχει, οπότε οι γυναίκες επιστρέφουν μετά από καρδιακό επεισόδιο στη δουλειά τους μόνο στο μέτρο που το θέλουν».
Ο τύπος εργασίας, το επίπεδο εκπαίδευσης, καθώς και το κοινωνικοοικονομικό στάτους φαίνεται να διαδραματίζουν καίριο ρόλο. Οι γυναίκες που ασχολούνται με χειρωνακτικές εργασίες και έχουν χαμηλότερο μορφωτικό και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, έχουν περισσότερες πιθανότητες να αμφιβάλλουν για τις ικανότητες τους και να παρατήσουν εντός ενός έτους την εργασία τους, αν την ξεκινήσουν ξανά μετά από έμφραγμα, συγκριτικά με εκείνες που ασχολούνται με επαγγέλματα γραφείου.
Σε γενικές γραμμές, οι επιστήμονες προτείνουν ότι η ομαλή και επιτυχής επανένταξη στην εργασία προϋποθέτει: προγράμματα αποκατάστασης, τη σταδιακή επιστροφή στην εργασία με λιγότερες ώρες δουλειάς στην αρχή, τη διατήρηση της παλιάς εργασίας και όχι την έναρξη νέας, ελαχιστοποίηση του άγχους και των υποχρεώσεων για τον πρώτο καιρό.
Διπλάσιο από το ιατρικό το πραγματικό κόστος των καρδιαγγειακών επεισοδίων
Το πλήρες οικονομικό κόστος ενός εμφράγματος ή ενός εγκεφαλικού επεισοδίου είναι πολύ μεγαλύτερο -περίπου διπλάσιο- από το «στενό» ιατρικό κόστος, αν συμπεριληφθούν σε αυτό οι εργατοώρες που χάνονται τόσο από τους ασθενείς όσο και από τους φροντιστές τους, σύμφωνα με μια άλλη βρετανική έρευνα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας, στην οποία έλαβαν μέρος 394 ασθενείς από επτά διαφορετικές χώρες και δημοσιεύτηκαν επίσης στο European Journal of Preventive Cardiology, καταδεικνύουν ότι, κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους εργασίας μετά το καρδιαγγειακό επεισόδιο, οι ασθενείς είναι 25% λιγότερο παραγωγικοί. Στις πιθανές αιτίες συγκαταλέγονται η νοσηλεία, η απουσία απο τη δουλειά για εξετάσεις, καθώς και η έκπτωση των ικανοτήτων τους.
Η επικεφαλής της μελέτης Κορνίλια Κότσεβα, καθηγήτρια στο Αυτοκρατορικό Κολλέγιο (Imperial) του Λονδίνου, τόνισε ότι το πραγματικό οικονομικό κόστος που προκύπτει κατά την επιστροφή ενός καρδιακού ασθενούς στην εργασία του, είναι διπλάσιο από το ιατρικό κόστος.
Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και όπως αναμεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το άμεσο ιατρικό κόστος για έμφραγμα κυμαίνεται από 1.547 έως 18.642 ευρώ, ενώ για εγκεφαλικό από 5.575 έως 31.274 ευρώ+.
Τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν πως οι στεφανιαίοι ασθενείς έχασαν 59 μέρες εργασίας και οι φροντιστές τους 11 μέρες, κάτι το οποίο οδηγεί σε ένα κόστος κατά μέσο όρο 13.953 ευρώ (από 6.641 ως 23.160 ευρώ ανάλογα με τη χώρα). Αντίστοιχα, μετά από εγκεφαλικό, οι ασθενείς χάνουν 56 μέρες εργασίας και οι φροντιστές τους 12, με μέσο κόστος 13.773 ευρώ (από 10.469 ως 20.215 ευρώ).