Ποσοστό έως και 70% του ανθρώπινου σώματος αποτελείται από νερό, το οποίο βρίσκεται τόσο μέσα στα κύτταρά μας όσο και έξω από αυτά. Το αίμα αποτελείται ως επί το πλείστον από νερό και το ίδιο ισχύει και για τους μυς και τα όργανά μας.
Όταν μιλάμε για κατακράτηση υγρών εννοούμε την υπερβολική συσσώρευση νερού και άλλων υγρών στο κυκλοφορικό σύστημα, στους ιστούς και στις διάφορες κοιλότητες του σώματος. Τα επίπεδα υγρών στο σώμα ρυθμίζονται από ένα περίπλοκο σύστημα ορμονών και ουσιών που δρουν όπως οι ορμόνες (προσταγλανδίνες) και τα περιττά υγρά απομακρύνονται γρήγορα μέσω των νεφρών με τη μορφή των ούρων. Αντίστοιχα, όταν η πρόσληψη και η επάρκεια υγρών είναι χαμηλή, ο ρυθμός παραγωγής ούρων μειώνεται. Η κατακράτηση υγρών μπορεί να διαπιστωθεί σε διαφορετικά σημεία του σώματος και για πολλούς διαφορετικούς λόγους.
Αιτίες της κατακράτησης υγρών
– Πίεση στα τριχοειδή αγγεία: Η κατακράτηση υγρών μπορεί να συμβεί όταν μεταβάλλονται τα επίπεδα της πίεσης στο εσωτερικό των μικροσκοπικών αιμοφόρων αγγείων που ονομάζονται τριχοειδή αγγεία. Υγρά πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, βιταμίνες και οξυγόνο παροχετεύονται συνεχώς διά μέσου των τριχοειδών αγγείων στους ιστούς του σώματος. Τα υγρά αυτά τρέφουν τα κύτταρα και στη συνέχεια επιστρέφουν στα τριχοειδή αγγεία. Σε περίπτωση που παρατηρηθεί αλλαγή στην πίεση εντός των τριχοειδών αγγείων, τα υγρά παγιδεύονται εκεί προκαλώντας κατακράτηση. Κατακράτηση μπορεί να συμβεί επίσης εάν υπάρχει διαρροή στα τριχοειδή αγγεία και απελευθερωθούν υγρά στα μικρά κενά που υπάρχουν μεταξύ των κυττάρων.
– Δυσλειτουργία στο λεμφικό σύστημα: Η βασική λειτουργία του λεμφικού συστήματος είναι να αποστραγγίζει υγρά από τους ιστούς (τη λεγόμενη λέμφο) και να τα κατευθύνει προς το αίμα. Εάν απελευθερωθεί μεγάλη ποσότητα υγρών από τους ιστούς το λεμφικό σύστημα «υπερφορτώνεται» και αδυνατεί να διαχειριστεί τον όγκο των υγρών, με αποτέλεσμα αυτά να συσσωρεύονται γύρω από τους ιστούς. Μπορεί επίσης να υπάρχει κάποια δυσλειτουργία στο λεμφικό σύστημα που να μην του επιτρέψει να διοχετεύσει τα υγρά στο αίμα, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση υγρών και το πρήξιμο σε διάφορα σημεία του σώματος, όπως η κοιλιά, οι αστράγαλοι και τα πέλματα.
– Πρόβλημα στην καρδιά: Η φυσιολογική πίεση εντός των αιμοφόρων αγγείων διατηρείται εν μέρει χάρη στη λειτουργία της καρδιάς. Αν για οποιοδήποτε λόγο η καρδιά παρουσιάζει ανεπάρκεια παρατηρείται μεταβολή στην πίεση, η οποία συχνά οδηγεί σε σοβαρή κατακράτηση υγρών. Εκτός από τα άκρα, στην περίπτωση αυτή συσσωρεύεται υγρό και στους πνεύμονες, με αποτέλεσμα να εκδηλώνεται βήχας και/ή δύσπνοια.
– Παθήσεις των νεφρών: Τα νεφρά αναλαμβάνουν να φιλτράρουν το αίμα, απομακρύνοντας περιττά υγρά και άχρηστες ουσίες μέσω των ούρων. Στη συνέχεια, περνούν στο αίμα οι ουσίες που έχουν απομείνει και τις οποίες μπορεί να επαναχρησιμοποιήσει ο οργανισμός. Σε περίπτωση διαταραχής της ροής αίματος προς τα νεφρά (π.χ. λόγω νεφρικής ανεπάρκειας), το «φιλτράρισμα» δεν διενεργείται σωστά και τα υγρά παραμένουν στο σώμα, προκαλώντας κατακράτηση.
– Εγκυμοσύνη: Η πίεση που ασκεί η μήτρα στα αιμοφόρα αγγεία της λεκάνης προκαλεί συχνά συσσώρευση υγρών στο σώμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η κατακράτηση στην περίπτωση αυτή δεν είναι ανησυχητική και υποχωρεί μετά τον τοκετό.
– Καθιστική ζωή: Η σωματική δραστηριότητα βοηθά ώστε το αίμα να επιστρέφει από τα αιμοφόρα αγγεία των ποδιών προς την καρδιά. Η πολύωρη ακινησία και εν γένει ο καθιστικός τρόπος ζωής επιβραδύνουν αυτή την ανοδική κίνηση του αίματος, οδηγώντας σε συσσώρευση υγρών στα κάτω άκρα. Η σωματική δραστηριότητα συμβάλλει επίσης στην καλή λειτουργία του λεμφικού συστήματος.
– Χαμηλή πρόσληψη πρωτεϊνών: Ο οργανισμός χρειάζεται επαρκή πρόσληψη πρωτεϊνών προκειμένου να ρυθμίζονται τα επίπεδα υγρών. Η αποχή από την κατανάλωση πρωτεϊνών ή η πολύ χαμηλή πρόσληψη δυσκολεύει τη μετακίνηση των υγρών από τους ιστούς στα τριχοειδή αγγεία, οδηγώντας έτσι στην κατακράτηση.
– Φαρμακευτική αγωγή: Η κατακράτηση υγρών μπορεί να αποτελεί παρενέργεια κάποιου φαρμάκου, όπως τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, τα φάρμακα που περιέχουν οιστρογόνα και οι βήτα αναστολείς.
– Περίοδος: Η κατακράτηση υγρών ταλαιπωρεί πολλές γυναίκες τις ημέρες που προηγούνται της περιόδου τους, με αποτέλεσμα το πρήξιμο στην κοιλιά και την ευαισθησία του στήθους.
Αντιμετώπιση της κατακράτησης υγρών
Για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η κατακράτηση υγρών πρέπει αρχικά να είναι γνωστή η αιτία που την προκάλεσε. Για παράδειγμα, αν οφείλεται στη φαρμακευτική αγωγή χρειάζεται συζήτηση με τον γιατρό ώστε να εξεταστεί μια πιθανή αλλαγή είτε στο φάρμακο είτε στη δοσολογία. Από την άλλη, η αντιμετώπιση μιας πάθησης των νεφρών ή της καρδιάς θα βοηθήσει να υποχωρήσει και η κατακράτηση που αυτή έχει προκαλέσει.
Μερικές γενικές συμβουλές που προτείνονται για να βελτιωθεί η κατακράτηση είναι οι εξής:
– Μείωση της πρόσληψης αλατιού, καθώς αυξάνει την κατακράτηση υγρών στο σώμα, και επαρκής κατανάλωση νερού.
– Διαχείριση του σωματικού βάρους (ο δείκτης μάζας σώματος πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 18,5 και 24,9).
– Τακτική σωματική άσκηση.
– Ανύψωση των ποδιών με στόχο τη βελτίωση της κυκλοφορίας του αίματος.
– Αποφυγή της πολύωρης ακινησίας (είτε σε καθιστή είτε σε όρθια θέση).
– Διαλείμματα για περπάτημα κατά τη διάρκεια των πολύωρων ταξιδιών.
– Αποφυγή της έκθεσης σε ακραίες θερμοκρασίες (π.χ. καυτό ή πολύ κρύο μπάνιο, σάουνα). Επαρκής και ζεστός ρουχισμός όταν οι θερμοκρασίες είναι χαμηλές.
– Μαλάξεις με απαλές κινήσεις (που δεν προκαλούν πόνο) από την πάσχουσα περιοχή προς την κατεύθυνση της καρδιάς.