Με επιτυχία δοκιμάστηκε από επιστήμονες στις ΗΠΑ το πρώτο τεστ αίματος το οποίο όπως υποστηρίζουν μπορεί να προβλέψει με μεγάλο ποσοστό ακριβείας τον κίνδυνο μιας εγκύου γυναίκας να κάνει αποβολή ή να γεννήσει πρόωρα. Σε μερικές περιπτώσεις, υποστηρίζουν πως μπορεί να προβλέψει αν μια γυναίκα που είναι έγκυος μόλις μιας εβδομάδας, θα αποβάλει.
Περίπου μία στις έξι κυήσεις καταλήγει σε αποβολή, ενώ σε πολλές άλλες περιπτώσεις το μωρό γεννιέται αρκετές εβδομάδες πριν από την ώρα του, πράγμα που αυξάνει τον κίνδυνο για τη μελλοντική υγεία του.
Το νέο τεστ θα βοηθήσει τους γιατρούς να ανιχνεύουν έγκαιρα τα ίχνη σοβαρών ιατρικών προβλημάτων στη μητέρα ή στο έμβρυο, έτσι ώστε να έχουν επαρκή χρόνο για να τα αντιμετωπίσουν.
Οι ερευνητές του Εργαστηρίου Αναπαραγωγικής Ιατρικής και Ανοσολογίας του Σαν Φρανσίσκο και της κλινικής Care Fertility, έκαναν σχετική ανακοίνωση στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής στο Σαν Αντόνιο του Τέξας, σύμφωνα με τις βρετανικές εφημερίδες «Times» του Λονδίνου και «Independent» όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Οι Αμερικανοί επιστήμονες ανακάλυψαν ότι τα ανοσοποιητικά κύτταρα γύρω από τον πλακούντα της μητέρας αποβάλλουν μια διακριτή χημική «υπογραφή» στο αίμα κατά τα πρώτα στάδια μιας επικίνδυνης εγκυμοσύνης. Το τεστ, που γίνεται μέσα στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, μπορεί να «πιάσει» αυτά τα μοριακά σήματα (microRNA) και στη συνέχεια, με βάση αυτά, να γίνουν οι σχετικές προβλέψεις για το πώς θα εξελιχθεί η κύηση.
Τέσσερις ξεχωριστές δοκιμές σε συνολικά 160 έγκυες του υπό ανάπτυξη τεστ (το οποίο έχει περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης) έδειξαν ότι έχει σχεδόν πλήρη ακρίβεια (98%) στην πρόβλεψη ενός υπερβολικά πρόωρου τοκετού, 92% στην πρόβλεψη ενός απλώς πρόωρου τοκετού, 92% στην πρόβλεψη μιας αποβολής και 91% στην πρόβλεψη μιας μελλοντικής προεκλαμψίας.
Παρότι η έρευνα για το τεστ είναι υπό εξέλιξη, τέτοια ποσοστά επιτυχίας θεωρούνται άνευ προηγουμένου και ανώτερα από κάθε άλλη παρόμοια προσπάθεια πρόβλεψης στο παρελθόν (π.χ. εκτίμηση του κινδύνου μιας μελλοντικής αποβολής μέσω μέτρησης μιας ορμόνης). Σήμερα τέτοια τεστ γίνονται μετά το πρώτο τρίμηνο της κύησης.
Άλλοι ειδικοί φάνηκαν πάντως πιο επιφυλακτικοί, επισημαίνοντας τον μικρό αριθμό των γυναικών στις οποίες δοκιμάσθηκε το τεστ, γι’ αυτό ανέφεραν ότι περιμένουν να επιβεβαιωθεί η αξία του σε μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές. Σε κάθε περίπτωση, το τεστ δεν είναι ακόμη έτοιμο για κλινική χρήση.