Σε άλλη περίπτωση τα κύτταρα θα είχαν μείνει απαρατήρητα και δεν θα είχαν αφαιρεθεί κατά την επέμβαση, οδηγώντας πιθανώς σε επανεμφάνιση του καρκίνου μετά από ένα χρονικό διάστημα.
Η νέα μέθοδος με επικεφαλής τον ελληνικής καταγωγής Βασίλη Ντζιαχρήστο ανοίγει το δρόμο για πιο αποτελεσματικές αφαιρέσεις καρκινικών ιστών και για το καλύτερο «καθάρισμα» ενός ασθενούς από τον καρκίνο.
Από ελληνικής πλευράς, συμμετείχαν επίσης οι Γιώργος Θέμελης και Αθανάσιος Σαραντόπουλος (και οι δύο συνεργάτες του Ντζιαχρήστου στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου), ενώ σημαντική υπήρξε η συμβολή του καθηγητή και χειρούργου Γκούιτζεν βαν Νταμ του ολλανδικού πανεπιστημίου του Γκρένιγκεν και του καθηγητή χημείας Φίλιπ Λόου του αμερικανικού πανεπιστημίου Περντιού.
Οι ερευνητές χορήγησαν ενδοφλέβια στους ασθενείς μια ειδική ουσία (σχετική με το φυλλικό οξύ) και κατάφεραν να προσδέσουν στα καρκινικά κύτταρα ένα μόριο της φθορίζουσας ουσίας, κάνοντας τους καρκινικούς ιστούς να λάμπουν πλέον υπό το φως μιας ειδικής κάμερας.
Αυτό επιτρέπει στους χειρουργούς να ξεχωρίζουν με ακρίβεια, σε πραγματικό χρόνο την ώρα της επέμβασης, τα καρκινικά από τα γύρω υγιή κύτταρα. Οι γιατροί, με τη νέα μέθοδο, βρήκαν κατά μέσο όρο 34 όγκους σε κάθε ασθενή έναντι μόλις επτά με τις υπάρχουσες έως τώρα τεχνικές.
Από όλους τους γυναικολογικούς καρκίνους (κολπικό, μήτρας, ωοθηκών), ο τελευταίος προκαλεί τους περισσότερους θανάτους, καθώς είναι και ο πιο δύσκολος στον εντοπισμό του.
Η αφαίρεση όσο το δυνατό μεγαλύτερου μέρους του καρκινικού ιστού είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματικότητα της χημειοθεραπείας και της ακτινοθεραπείας μετά την επέμβαση, ώστε να σκοτωθούν όλα τα εναπομένοντα καρκινικά κύτταρα.
Οι μέχρι τώρα απεικονιστικές τεχνικές (ακτίνες Χ, μαγνητική τομογραφία, υπολογιστική τομογραφία, υπέρηχοι κ.α.) βοηθούν τους γιατρούς να υπολογίσουν το μέγεθος ενός όγκου και την θέση του στο σώμα, όμως δεν μπορούν να διακρίνουν με ακρίβεια ένα καρκινικό κύτταρο από ένα υγιές, γεγονός που περιορίζει την αποτελεσματικότητα της χειρουργικής επέμβασης. Η νέα τεχνική μοριακής απεικόνισης, που αρχικά δοκιμάστηκε σε ποντίκια και τώρα για πρώτη φορά δοκιμάστηκε σε ανθρώπους, φαίνεται πια να ξεπερνά αυτή τη δυσκολία.