Σημαντικά αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν ψυχικά και σωματικά προβλήματα υγείας αντιμετωπίζουν τα παιδιά, που μεγαλώνουν σε ανάδοχες οικογένειες ή σε φορείς αναδοχής, υποστηρίζει νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη – η πρώτη του είδους της – δείχνει ότι τα παιδιά αυτά έχουν μεγαλύτερες μαθησιακές δυσκολίες, αναπτυξιακή καθυστέρηση, κατάθλιψη, προβλήματα συμπεριφοράς, παχυσαρκία, άσθμα κ.α.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την αναπληρώτρια καθηγήτρια Κριστίν Τέρνι του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Ιρβάϊν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Pediatrics» της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής, ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 900.000 παιδιά, από τα οποία το 1,3% μεγάλωναν σε ανάδοχες οικογένειες ή σε φορείς αναδοχής.
Η συγκριτική ανάλυση έδειξε ότι τα παιδιά σε αναδοχή ήταν κατά μέσο όρο επτά φορές πιθανότερο να εκδηλώσουν κατάθλιψη, έξι φορές πιθανότερο να εμφανίσουν προβλήματα συμπεριφοράς, πέντε φορές πιθανότερο να νιώθουν άγχος, τρεις φορές πιθανότερο να έχουν διαταραχή ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητας, μειωμένη ακοή και μειωμένη όραση, καθώς επίσης δύο φορές πιο πιθανό να έχουν μαθησιακές δυσκολίες, καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους, άσθμα, παχυσαρκία και προβλήματα λόγου.
Η Τέρνι επεσήμανε ότι οι παιδίατροι πρέπει πλέον να θεωρούν την αναδοχή ενός παιδιού παράγοντα κινδύνου για την υγεία του και να το λαμβάνουν υπόψη τους.
Η αναδοχή είναι μια μορφή παιδικής προστασίας, αναγνωρισμένη στην Ελλάδα με το νόμο 2082/1992. Δεν είναι υιοθεσία, καθώς το παιδί δεν ανήκει νομικά στους ανάδοχους γονείς, χωρίς πάντως να αποκλείεται η υιοθεσία του από αυτούς αργότερα.