Η τροφική αλλεργία ορίζεται ως μια ατομική δυσμενής αντίδραση του οργανισμού στις πρωτεΐνες της τροφής, μέσω ενεργοποίησης του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία προκαλείται από την κατανάλωση (εκούσια ή μη) ενός αλλεργιογόνου τροφίμου.
Ως αποτέλεσμα, έχουμε την εμφάνιση αντικειμενικών και σταθερά αναπαραγόμενων συμπτωμάτων. Οι γενετικοί παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν ένα οικογενειακό ιστορικό αλλεργιών, αλλά οι περιβαλλοντικοί παράγοντες ρυθμίζουν την εκδήλωση της τροφικής αλλεργίας.
Οι πραγματικές τροφικές αλλεργίες διαιρούνται στις άμεσες αντιδράσεις υπερευαισθησίας και στις καθυστερημένες αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Στις άμεσες αντιδράσεις υπερευαισθησίας τα συμπτώματα αρχίζουν να εμφανίζονται μέσα σε λίγα λεπτά έως μία ώρα μετά την κατανάλωση του «ένοχου» τροφίμου και συχνά είναι αρκετά σοβαρές, ενώ στις καθυστερημένες αντιδράσεις υπερευαισθησίας η έναρξη των συμπτωμάτων γίνεται έως 24 ώρες ή και περισσότερο μετά την κατανάλωση του αλλεργιογόνου τροφίμου.
Η τροφική αλλεργία συχνά συγχέεται εσφαλμένα με την τροφική δυσανεξία. Οι τροφικές δυσανεξίες είναι μη φυσιολογικές αντιδράσεις στα τρόφιμα ή σε συστατικά των τροφίμων χωρίς τη μεσολάβηση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Υπάρχουν αρκετοί διαφορετικοί τύποι τροφικών δυσανεξιών. Ο συνηθέστερος τύπος είναι οι μεταβολικές τροφικές διαταραχές, δηλαδή δυσμενείς αντιδράσεις σε ένα τρόφιμο ή σε ένα συστατικό των τροφίμων, αποτέλεσμα ενός ελαττώματος του μεταβολισμού αυτών (δυσανεξία στη λακτόζη) ή της επίδρασης αυτών σε φυσιολογικές διεργασίες του οργανισμού (φαβισμός).
Οι τοξικές αντιδράσεις μπορούν να μιμηθούν τις τροφικές αλλεργίες, ενώ τυπικά οφείλονται σε τοξικούς ρυπαντές ή φαρμακολογικές ουσίες, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τα περισσότερα υγιή άτομα όταν χορηγούνται σε κατάλληλες δόσεις. Υπάρχει επίσης μια σύγχυση των τροφικών αλλεργιών με τις τροφικές αποστροφές, με τη διαφορά ότι οι τελευταίες δεν αναπαράγονται όταν το άτομο καταναλώνει το τρόφιμο χωρίς να το γνωρίζει.
Τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις δηλητηριάσεων από τρόφιμα (κυρίως από χαλασμένο τόνο και σκουμπρί και από τυριά όπως το ελβετικό), με παρόμοια συμπτώματα με την τροφική αλλεργία.
Περίπου το 1,8%-4% των ενηλίκων, κυρίως γυναίκες, πάσχει από κάποια τροφική αλλεργία. Όσον αφορά στα παιδιά, η μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης τροφικών αλλεργιών (περίπου 6%) παρατηρείται σε παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών, ενώ μετά τα 10 πρώτα έτη η συχνότητα μειώνεται. Το 80-85% των μικρών παιδιών με αλλεργία στο γάλα, στο αβγό και στο σιτάρι και το 20% περίπου των παιδιών με αλλεργία στα φιστίκια φαίνεται ότι ξεπερνούν την αλλεργία στα πρώτα 5-10 χρόνια ζωής, ενώ το 35% των παιδιών αναπτύσσουν τροφικές αλλεργίες σε άλλα τρόφιμα.
Οι τροφικές αλλεργίες προκαλούνται κυρίως από οκτώ τρόφιμα:
το αγελαδινό γάλα,
το αυγό,
τη σόγια,
τα φιστίκια,
τα καρύδια,
το σιτάρι,
τα ψάρια
τα οστρακοειδή
Στα μικρά παιδιά οι πιο κοινές αιτίες τροφικής αλλεργίας είναι το αγελαδινό γάλα (2,5%) και το αυγό (1,3%).
Οι ενήλικοι είναι πιο πιθανό να πάσχουν από αλλεργίες στα οστρακοειδή (2%), τα φιστίκια (0,6%), τους ξηρούς καρπούς (0,5%), και τα ψάρια (0,4%). Αλλεργικές αντιδράσεις στα φρούτα και τα λαχανικά είναι κοινές αλλά, συνήθως, όχι σοβαρές. Τα τρόφιμα που συχνότερα εμπλέκονται είναι φρούτα, όπως το ροδάκινο και το ακτινίδιο, ξηροί καρποί, όπως τα φιστίκια και τα αμύγδαλα, και λαχανικά, όπως η ντομάτα και το κολοκύθι.
Η πλειοψηφία των αλλεργικών αντιδράσεων στα φρούτα, τα λαχανικά και τους ξηρούς καρπούς σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με αλλεργίες στη γύρη και κυρίως στη γύρη της σημύδας. Άτομα αλλεργικά στη γύρη της σημύδας είναι πιθανό να αναπτύξουν αλλεργικά συμπτώματα μετά από κατανάλωση καρότου, μήλου, φουντουκιών και ακτινιδίου, ενώ άτομα αλλεργικά στο γρασίδι μετά από κατανάλωση ντομάτας.
Οι τροφικές αλλεργικές αντιδράσεις είναι υπεύθυνες για μια ποικιλία συμπτωμάτων, που περιλαμβάνουν το δέρμα, τη γαστρεντερική και την αναπνευστική οδό. Ωστόσο, χρόνια συμπτώματα είναι λιγότερο πιθανό να αποδοθούν αποκλειστικά σε μια τροφική αλλεργία.
Συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα είναι ο κνησμός του στόματος, το οίδημα των χειλιών ή της γλώσσας, ο κνησμός ή η αίσθηση στεγανότητας του λαιμού, η ναυτία, το κοιλιακό άλγος, ο έμετος και η διάρροια. Στα δερματικά συμπτώματα περιλαμβάνονται ο γενικευμένος κνησμός, ένα ερυθηματώδες εξάνθημα, η κνίδωση και το αγγειοοίδημα (διόγκωση των βλεννογόνων, όπως τα χείλη, η γλώσσα κι ο λάρυγγας).
Αναπνευστικά συμπτώματα μπορεί να είναι ο περιοφθαλμικός κνησμός, το ερύθημα του επιπεφυκότα και η δακρύρροια, ο ρινικός κνησμός και συμφόρηση, η ρινόρροια, το φτέρνισμα, το οίδημα του λάρυγγα δηλαδή συριγμός, κοφτός βήχας, βραχνάδα και αίσθηση σφιξίματος και το άσθμα.
Περιστασιακά, προκαλούνται σοβαρές αναφυλακτικές αντιδράσεις, που μπορούν να αποβούν μοιραίες. Ασθενείς με τροφικές αλλεργίες σχετιζόμενες με τη γύρη έχουν ήπια συμπτώματα της στοματοφαρυγγικής κοιλότητας, όπως ο κνησμός των χειλιών, της γλώσσας και του λαιμού και, περιστασιακά, πρήξιμο των χειλιών και της γλώσσας.
Οι αλλεργικοί ασθενείς μπορούν επίσης να εμφανίσουν καρδιαγγειακά συμπτώματα (όπως υπόταση και καρδιακή δυσρυθμία). Τέλος, υπάρχει στους ενήλικες η σχετιζόμενη με τα τρόφιμα αναφυλαξία, που πυροδοτείται από την άσκηση –σε αυτήν την περίπτωση το τρόφιμο προκαλεί αναφυλαξία μόνον εάν η κατανάλωση του ακολουθείται χρονικά από άσκηση (μέσα σε 2-4 ώρες).
Όσον αφορά στα συμπτώματα των τροφικών δυσανεξιών, σε άτομα που πάσχουν από φαβισμό (μεταβολική διαταραχή που εκδηλώνεται μετά από κατανάλωση φάβας, κυρίως από κουκιά), η κατανάλωση κουκιών προκαλεί αιμόλυση.
Σε άτομα με δυσανεξία στους υδατάνθρακες (λακτόζη, φρουκτόζη), η κατανάλωση τροφίμων πλούσιων στον «ένοχο» υδατάνθρακα προκαλεί μετεωρισμό και ναυτία, ενώ σε άτομα με δυσανεξία στα πρόσθετα τροφίμων παρατηρούνται διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, δερματικά και γαστρεντερικά συμπτώματα. Γενικά συμπτώματα των τροφικών δυσανεξιών είναι η κνίδωση και τα οιδήματα, ο ερεθισμός του στομάχου ή του εντέρου, οι πονοκέφαλοι, η κόπωση ενώ στα παιδιά προκαλείται νευρική συμπεριφορά και διαταραγμένος ύπνος, παλινδρόμηση και έκζεμα με φαγούρα.
Η ομοιότητα των συμπτωμάτων των τροφικών αλλεργιών και των τροφικών δυσανεξιών μεταξύ τους αλλά και με άλλες παθήσεις και διαταραχές σχετιζόμενες ή μη με τα τρόφιμα, καθιστά απαραίτητη την ιατρική γνωμάτευση σε περίπτωση υποψίας τροφικής αλλεργίας ή δυσανεξίας.