Όσο συχνότερα μετακομίζουν οι γονείς, τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα υπάρχει να πέσουν οι βαθμοί των παιδιών τους στο σχολείο, σύμφωνα με μια αμερικανική έρευνα, που επιβεβαιώνει κάτι που πολλοί υποψιάζονταν, ότι οι μετακομίσεις κάνουν κακό. Μια άλλη βρετανοδανική επιστημονική έρευνα βρήκε ότι τα παιδιά που έχουν υποχρεωθεί σε συχνές μετακομίσεις, ως ενήλικοι πλέον έχουν χειρότερη ψυχική υγεία και ρέπουν στην αντικοινωνική συμπεριφορά.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια ψυχολογίας Ρεβέκα Λιβάιν Κόλεϊ του Κολεγίου της Βοστώνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Child Development» της αμερικανικής Εταιρείας Ερευνών για την Ανάπτυξη του Παιδιού, ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 19.200 παιδιά, από το νηπιαγωγείο έως τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι μετακομίσεις βλάπτουν γενικά τις σχολικές επιδόσεις των παιδιών, όχι όλων ανεξαιρέτως, αλλά πολλών από αυτά. Η αρνητική επίπτωση είναι μεγαλύτερη, όσο μικρότερο στη ηλικία είναι το παιδί, οπότε μπορεί να εμφανίσει επίσης ελλείμματα στις κοινωνικές δεξιότητές του, καθώς επίσης προβλήματα συναισθηματικά και συμπεριφοράς, τα οποία πιθανώς διαρκούν για χρόνια μετά.
Σε πιο μεγάλη ηλικία και στην αρχή της εφηβείας, οι αρνητικές συνέπειες (π.χ. στις ικανότητες ανάγνωσης και μαθηματικών) είναι λιγότερο έντονες και διαρκούν, επίσης, λιγότερο χρόνο.
Όμως όσες περισσότερες μετακομίσεις κάνει μια οικογένεια, τόσο συσσωρεύονται τα προβλήματα για τα παιδιά, αυξάνοντας το στρες και τους κινδύνους για την υγεία τους, εκτός από την επιδείνωση των ικανοτήτων τους στα μαθήματα.
Η μελέτη δείχνει ότι επιπτώσεις έχει και η συχνή αλλαγή σχολείων, ακόμη και αν το παιδί μένει στο ίδιο σπίτι. Γενικότερα, σύμφωνα με τους ερευνητές, η μελέτη επιβεβαιώνει τη σημασία της σταθερότητας για τα παιδιά.
Η δεύτερη μεγάλη έρευνα, με επικεφαλής τον Ρότζερ Γουέμπ του Κέντρου Ψυχικής Υγείας και Ασφάλειας του βρετανικού Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, η οποία δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό προληπτικής ιατρικής «American Journal of Preventive Medicine», ανέλυσε στοιχεία για όσους Δανούς γεννήθηκαν μεταξύ 1971-1997 και κατέγραψε κάθε μετακόμισή τους έως την ηλικία των 15 ετών.
Στη συνέχεια, η συχνότητα των μετακομίσεων συσχετίσθηκε με τα κατοπινά αρχεία αυτών των περίπου 1,5 εκατομμυρίων ατόμων, εωσότου γίνουν 45 ετών. Η Δανία είναι η μόνη χώρα όπου θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια μελέτη, καθώς τηρούνται αναλυτικά στοιχεία τόσο για τις μετακομίσεις κάθε ατόμου, όσο και για συμβάντα στη ζωή του όπως απόπειρες αυτοκτονίας, εγκληματικότητα, ψυχικές παθήσεις, κατάχρηση ουσιών, βίαιοι θάνατοι κ.α.
Διαπιστώθηκε ότι το 37% των 1,5 εκατ. ατόμων είχαν μετακομίσει έστω μια φορά έως τα 15 τους. Οι περισσότερες μετακομίσεις είχαν γίνει όταν ακόμη ήσαν νήπια. Η μελέτη έδειξε ότι τα άτομα με τις συχνότερες μετακομίσεις κινδύνευαν αναλογικά περισσότερο αργότερα στη ζωή τους να εκδηλώσουν προβλήματα συμπεριφοράς, ψυχικής υγείας, παραβατικότητας κ.α.
Ιδίως οι απανωτές μετακομίσεις στην ηλικία των 12-14 ετών αύξαναν σημαντικά τον κίνδυνο για βίαιη συμπεριφορά ή για απόπειρα αυτοκτονίας. Επιπλέον, η μελέτη έδειξε ότι ο αυξημένος κίνδυνος από τις συχνές μετακομίσεις δεν αφορά μόνο τις οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, αλλά κάθε κοινωνικοοικονομικού επιπέδου.