Ένα νέο τεστ αίματος ανέπτυξαν επιστήμονες στη Σουηδία για τη διάγνωση του επιθετικού καρκίνου του προστάτη, το οποίο είναι πολύ πιο αποτελεσματικό σε σχέση με το ευρέως χρησιμοποιούμενο σήμερα ειδικό προστατικό αντιγόνο (PSA).
Το νέο τεστ «πιάνει» καρκίνους που το PSA «χάνει», ενώ παράλληλα μειώνει τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα του PSA και έτσι γλυτώνει τους άνδρες από περιττές βιοψίες και θεραπείες.
Το σουηδικό τεστ αναλύει στο αίμα ένα συνδυασμό έξι πρωτεϊνών, καθώς επίσης 200 γενετικών δεικτών, ενώ λαμβάνει υπόψη του και μια σειρά από κλινικά δεδομένα (ηλικία άνδρα, οικογενειακό ιστορικό, προηγούμενες βιοψίες προστάτη).
Οι ερευνητές του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, με επικεφαλής τον καθηγητή επιδημιολογίας του καρκίνου Χένρικ Γκρένμπεργκ, που έκαναν τη δημοσίευση στο περιοδικό ογκολογίας «Lancet Oncology», δήλωσαν ότι «το PSA δεν μπορεί να διακρίνει ανάμεσα στον επιθετικό και στον ακίνδυνο καρκίνο».
Σύμφωνα με τον Γκρένμπεργκ, «σήμερα οι άνδρες που δεν έχουν καρκίνο ή που ο καρκίνος τους δεν χρειάζεται θεραπεία, συχνά αναγκάζονται να υποβληθούν σε μια περιττή, επώδυνη και μερικές φορές επικίνδυνη θεραπεία. Επιπλέον, το PSA χάνει πολλούς επιθετικούς καρκίνους. Το νέο τεστ είναι πολύ πιο ακριβές και μπορεί να αντικαταστήσει το PSA».
Οι ερευνητές δοκίμασαν το τεστ, με την προσωρινή ονομασία STHLM3, σε σχεδόν 59.000 άνδρες ηλικίας 50 έως 69 ετών, οι οποίοι επίσης έκαναν PSA για να γίνει σύγκριση αποτελεσματικότητας ανάμεσα στα δύο τεστ. Η μελέτη έδειξε ότι το νέο τεστ μείωσε κατά 30% τον αριθμό των βιοψιών, χωρίς να διακυβεύεται η ασφάλεια των ασθενών. Επιπροσθέτως ανίχνευσε επιθετικούς καρκίνους σε άνδρες με χαμηλούς δείκτες PSA (1 έως 3 ng/ml), που μέχρι σήμερα περνούν απαρατήρητοι.
Το τεστ θα αρχίσει να εφαρμόζεται στη Σουηδία τον Μάρτιο του 2016 και αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες χώρες.
Ο καρκίνος του προστάτη είναι ο δεύτερος συχνότερος καρκίνος στους άνδρες παγκοσμίως, με πάνω από 1,2 εκατομμύρια νέα περιστατικά ετησίως. Η νόσος εμφανίζει αυξητική τάση διεθνώς και σε 20 χρόνια αναμένεται ότι τα νέα περιστατικά θα ξεπεράσουν τα 2 εκατομμύρια το χρόνο