Το γλαύκωμα αποτελεί μία ασθένεια των ματιών, που αυξάνει την πίεση του οφθαλμού, λόγω του αποκλεισμού ροής υδατοειδούς υγρού, το οποίο εκκρίνεται από το ακτινωτό σώμα. Η αύξηση της πίεσης και η αδυναμία ελέγχου της οδηγεί στην καταστροφή των γαγγλιακών κυττάρων του αμφιβληστροειδούς, η οποία επιφέρει σταδιακά απώλεια στην όραση. Ως κύρια συμπτώματα της νόσου έχουν αναφερθεί ο πόνος, η δακρύρροια, η φωτοευαισθησία και η θόλωση του κερατοειδούς.
Βασική εξέταση για τη διάγνωση της νόσου, αλλά και την παρακολούθησή της σε περίπτωση θετικής διάγνωσης είναι η μέτρηση οπτικού πεδίου, γνωστή και ως visual field test. Η εξέταση αυτή, που ονομάζεται και περιμετρία μπορεί να γίνει σε αυτόματο ή χειροκίνητο μηχάνημα και είναι ανώδυνη. Σήμερα γίνεται από τη συντριπτική πλειοψηφία των ειδικών με αυτόματο τρόπο αφού έτσι διασφαλίζεται στο μέγιστο βαθμό η ακρίβεια του αποτελέσματος.
Στη διάρκεια της εξέτασης ο ασθενής αφού έχει προσηλώσει το βλέμμα του σε ένα κεντρικό σημείο του θόλου του μηχανήματος, καλείται όταν αντιληφθεί ένα φωτεινό ερέθισμα περιμετρικά του θόλου και να ενημερώσει το γιατρό, πιέζοντας το κουμπί μίας συσκευής που κρατά στο χέρι του. Αφού καταγραφούν σε διάγραμμα το σύνολο των ερεθισμάτων που αντιλήφθηκε ο εξεταζόμενος, γίνεται εκτίμηση για το εάν υπάρχουν αλλοιώσεις.
Η εξέταση του οπτικού πεδίου, που διενεργείται όταν υπάρχει υποψία γλαυκώματος μπορεί να διαπιστωθεί και έτσι να αξιολογηθεί μια πιθανή απώλεια στην όραση, ως αποτέλεσμα της νόσου, καθώς και μια πιθανή ζημιά στο οπτικό νεύρο. Από τη στιγμή που θα διαγνωστεί ένας ασθενής με γλαύκωμα, η εξέταση αυτή δίνει πληροφορίες στον θεράποντα ιατρό σχετικά με τη σοβαρότητα της νόσου και άρα σχετικά με το πως πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.
Μετά την αρχική διάγνωση ο θεράπων ιατρός επαναλαμβάνει σε τακτά χρονικά διαστήματα την εξέταση, ανάλογα και με τη σοβαρότητα της νόσου, προκειμένου να παρακολουθεί στην εξέλιξή της. Τα διαστήματα αυτά ποικίλουν από 3 έως 12 μήνες, ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Σε περίπτωση που στις επόμενες μετρήσεις οπτικού πεδίου παρατηρηθεί ότι υπάρχουν νέες περιοχές του οπτικού πεδίου που έχουν υποστεί βλάβη ή εμφανιστούν παράγοντες που ωθούν στην χειροτέρευση της κατάστασης του ασθενούς, τότε κρίνεται απαραίτητη η λήψη μέτρων για την περαιτέρω μείωση της πίεσης του οφθαλμού ή και η αλλαγή της θεραπευτικής μεθόδου.
Αντικειμενικά η διαδικασία της συγκεκριμένης εξέτασης είναι σχετικά απλή και καθόλου οδυνηρή. Εναλλακτικά όμως σήμερα υπάρχει η δυνατότητα παρακολούθησης της γλαυκωματικής κοίλανσης και με νέες μεθόδους, όπως για παράδειγμα με την οπτική τομογραφία. Παρά το γεγονός ότι οι νέες μέθοδοι είναι τεχνολογικά πιο εξελιγμένες και δίνουν τη δυνατότητα στον θεράποντα ιατρό να διαγνώσει το γλαύκωμα, δεν έχουν ακόμα καταφέρει να αντικαταστήσουν την εξέταση της μέτρησης του οπτικού πεδίου. Μάλιστα αντίθετα πολλές φορές κατά την επιστημονική άποψη των ειδικών οι δύο μέθοδοι μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που πρώτα επηρεάζεται από τη νόσο το οπτικό πεδίο και άλλες που πρώτα επηρεάζεται στο οπτικό νεύρο. Ως εκ τούτου στην ιατρική φαρέτρα πρέπει να υπάρχουν όλες οι πρόσφορες μέθοδοι, προκειμένου να είναι δυνατός, όσο το δυνατόν πιο άμεσα, ο εντοπισμός και η αντιμετώπιση του προβλήματος.