Θετική από θεραπευτική άποψη κρίθηκε η πρώτη κλινική δοκιμή με LSD για τη θεραπεία της κατάθλιψης, που έγινε σε μια μικρή ομάδα 12 ανδρών και γυναικών εθελοντών, με επικεφαλής τον ελβετό ψυχίατρο Πέτερ Γκάσερ, σύμφωνα με τους Times της Νέας Υόρκης και τη βρετανική Indepedent.
Το πείραμα χορήγησης LSD, που έγινε σε μια ιδιωτική κλινική κοντά στη Βέρνη, παρουσία γιατρού, έγινε στο πλαίσιο συνεδριών ψυχοθεραπείας για την αντιμετώπιση της σοβαρής κατάθλιψης σε καρκινοπαθείς και άλλους ασθενείς τελικού σταδίου. Όσοι εθελοντές πήραν μεγάλες δόσεις LSD (200 μικρογραμμάρια), εμφάνισαν μια κατά 20% μείωση των συμπτωμάτων κατάθλιψης, χωρίς να παρουσιάσουν κάποιες σοβαρές παρενέργειες.
Όσοι πήραν μικρές δόσεις LSD (20 μικρογραμμάρια), τα συμπτώματά του άγχους τους επιδεινώθηκαν, αντί να βελτιωθούν. Όταν όμως, στη συνέχεια, και αυτοί πήραν την κανονική δόση, εμφάνισαν επίσης βελτίωση.
«Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι όταν το LSD χορηγείται με ασφάλεια και υπό αυστηρή ιατρική επιτήρηση, τότε μπορεί να μειώσει το άγχος, συνεπώς απαιτούνται μεγαλύτερες ελεγχόμενες μελέτες πάνω στο θέμα», έγραψαν οι ερευνητές.
Από τους 12 εθελοντές, μόνο ένας είχε πάρει LSD στο παρελθόν και γι’ αυτό οι περισσότεροι παραδέχτηκαν ότι προηγουμένως είχαν φόβους πως τα πράγματα μπορεί να εξελιχτούν άσχημα. Όμως όλοι μετά το πείραμα συμφώνησαν πως θα ήθελαν να ξαναδοκιμάσουν το ψυχεδελικό και είπαν ότι θα το σύστηναν σε άλλους ασθενείς σε παρεμφερή κατάσταση.
Όπως είπε ο Πέτερ Γκάσερ, οι όποιες παρενέργειες ήταν ήπιες και παροδικές, καθώς δεν διήρκεσαν για πάνω από μια ημέρα, ενώ η βελτίωση της κατάθλιψης διήρκεσε τουλάχιστον ένα έτος μετά τη λήψη του LSD (οι περισσότεροι εθελοντές είχαν πεθάνει μέσα σε αυτό το έτος).
Η τελευταία φορά που είχε συμβεί κάτι ανάλογο με ασθενείς τελικού σταδίου, ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60, προτού το LSD κηρυχτεί παράνομο από την αμερικανική κυβέρνηση το 1966.
Το LSD συνέθεσε στο εργαστήριο του ο ελβετός χημικός Άλμπερτ Χόφμαν το 1938, ενώ οι παραισθησιογόνες ιδιότητές του ανακαλύφθηκαν το 1943. Στη συνέχεια, κατά τη δεκαετία του ’50, δοκιμάστηκε ως θεραπευτικό μέσο, ώσπου να καταντήσει διάσημο ναρκωτικό και να οδεύσει στην παρανομία και τη λήθη.
Εδώ και λίγα χρόνια, μια ομάδα γιατρών (κυρίως ψυχιάτρων) και άλλων ερευνητών έχουν αρχίσει πάλι να ασκούν πιέσεις στις αρμόδιες κρατικές Αρχές για να σταματήσει το εμπάργκο στις ψυχεδελικές ουσίες. Ήδη έγινε κλινική δοκιμή του Ecstasy για την θεραπεία του μετατραυματικού στρες, ενώ και άλλες κλινικές δοκιμές με παρεμφερείς ουσίες βρίσκονται σε εξέλιξη.
«Η προσπάθειά μας είναι ταυτόχρονα πολιτική και επιστημονική», δήλωσε ο Ρικ Ντόμπλιν, διευθυντής του Πολυεπιστημονικού Συλλόγου Ψυχεδελικών Μελετών, ενός ιδρύματος που έχει χρηματοδοτήσει αρκετές μελέτες αυτού του είδους τελευταία. «Θέλουμε να απελευθερώσουμε αυτές τις ουσίες από τα δεσμά της υποκουλτούρας και να τις επαναφέρουμε στο εργαστήριο, ως μέρος μιας ψυχεδελικής αναγέννησης».