Το σελήνιο είναι ένα σημαντικό μικροθρεπτικό συστατικό, το οποίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις αντιοξειδωτικές του ιδιότητες.
Στις αρχές του 1970, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι το σελήνιο αν και είναι απαραίτητο στη διατροφή και σε μικρές ποσότητες, αποτελεί κύριο συστατικό του μέταλλο- ενζύμου υπεροξειδάσης της γλουταθειόνης και άλλων σελήνιο- πρωτεϊνών και συμμετέχει προστατευτικά ενάντια στην οξειδωτική καταστροφή των ελεύθερων ριζών.
Ο ρόλος του σεληνίου στον οργανισμό
Μελέτες υποστηρίζουν ότι το σελήνιο μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης συγκεκριμένων μορφών καρκίνου. Συγκεκριμένα, πολλές μελέτες έχουν γίνει για την πιο συνηθισμένη μορφή καρκίνου στους άνδρες, στην Ευρώπη, τον καρκίνο του προστάτη και τη σχέση του με το σελήνιο, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το σελήνιο έχει προστατευτική δράση και οδηγεί σε μείωση του κινδύνου εμφάνισης αυτού του καρκίνου. Οι σελήνιο- πρωτεΐνες μπορεί να μειώσουν αυτόν τον κίνδυνο, επειδή συμμετέχουν στην παραγωγή τεστοστερόνης, ορμόνης που αποτελεί σημαντικό ρυθμιστή της φυσιολογικής και μη ανάπτυξης του.
Μελέτες έχουν δείξει ότι το σελήνιο μπορεί να έχει προστατευτική επίδραση στο λιπιδαιμικό προφίλ του οργανισμού. Λόγω της αντιοξειδωτικής του ιδιότητας, το σελήνιο θεωρείται ότι προστατεύει το καρδιαγγειακό σύστημα από τοξικά μέταλλα, τα οποία σχετίζονται με την αθηρογένεση, όπως ο υδράργυρος, το κάδμιο, το αρσενικό, αποκλείοντας τα μέταλλα που προκαλούν οξειδωτική καταστροφή ή δημιουργώντας ανενεργά συγκροτήματα μετάλλων.
Επίσης, σημαντικός είναι ο ρόλος του σεληνίου στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού. Καθώς το σελήνιο είναι αντιοξειδωτική ουσία, ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού και συμβάλλει στην προστασία από ιώσεις. Τέλος, το σελήνιο θεωρείται ότι έχει θετική επίδραση στον θυρεοειδή αδένα και συγκεκριμένα στον μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών.
Πηγές και βιοδιαθεσιμότητα
Το σελήνιο βρίσκεται στο έδαφος, συγκεντρώνεται στα φυτά και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, περνάει στην τροφική αλυσίδα. Πολύ καλές πηγές σεληνίου αποτελούν τα καρύδια (κυρίως τα καρύδια Βραζιλίας) και τα ζωικά προϊόντα όπως τα εντόσθια, το κρέας, τα πουλερικά, τα ψάρια και τα θαλασσινά, τα δημητριακά και τέλος τα γαλακτοκομικά, τα φρούτα και τα λαχανικά.
Η περιεκτικότητα ενός τροφίμου σε σελήνιο ποικίλλει και εξαρτάται από την περιεκτικότητα του εδάφους σε σελήνιο στο οποίο παράγεται, τα φυτά που καλλιεργούνται και τα ζώα που μεγαλώνουν. Οι περισσότερες μορφές σεληνίου που υπάρχουν στη φύση είναι βιοδιαθέσιμες, αλλά μόνο το 55- 65 % του σεληνίου απορροφάται από τον οργανισμό μέσω της τροφής. Το ευρωπαϊκό έδαφος είναι σχετικά φτωχό σε σελήνιο σε σχέση με άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Αμερική και ο Καναδάς.
Γενικότερα, τα ζωικά και τα θαλασσινά τρόφιμα περιέχουν περισσότερο σελήνιο από τα φυτικά προϊόντα. Κατά συνέπεια οι χορτοφάγοι καταναλώνουν λιγότερη ποσότητα σελήνιο σε σχέση με τους υπόλοιπους. Μεγάλες ελλείψεις θα εμφανίσουν οι χορτοφάγοι που καταναλώνουν λαχανικά που παράγονται σε έδαφος χαμηλής περιεκτικότητας σεληνίου.
Διαιτητικές συστάσεις
Οι διαιτητικές συστάσεις ημερήσιας πρόσληψης βασίζονται στο ποσό πρόσληψης που απαιτείται για να μεγιστοποιηθεί η δράση της υπεροξειδάσης της γλουταθιόνης στο αίμα, αλλά υπάρχει διαφωνία για αν αυτό είναι απαραίτητο. Ο παρακάτω πίνακας αναφέρει την συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη (RDA) σε κάθε ηλικία για το σελήνιο.
Πηγή: mednutrition.gr