Γενικά η αύξηση των φυτικών ινών, της φυσικής δραστηριότητας και της κατανάλωσης νερού συστήνεται ως η πρώτη γραμμή άμυνας και αντιμετώπισης της δυσκοιλιότητας, αν και η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητά τους μέσω των ερευνών είναι περιορισμένη. Σύμφωνα με τα κριτήρια της Ρώμης, η δυσκοιλιότητα μπορεί να χωριστεί σε εκείνη που χαρακτηρίζει τους ασθενείς με φυσιολογικό χρόνο κένωσης του εντέρου, με καθυστερημένο χρόνο κένωσης, καθώς και σε ανωμαλίες ή δυσμορφίες αυτού.
Οι παραπάνω συστάσεις πρώτης γραμμής άμυνας, συνήθως συστήνονται σε ασθενείς που δεν εμφανίζουν δευτεροπαθή αίτια για την εμφάνιση της νόσου. Πολλές φορές, μόνο μικρό ποσοστό των ασθενών παρουσιάζει βελτίωση από τις αλλαγές αυτές, καθώς οι κλινικές έρευνες που να υποστηρίζουν την επαρκή αποτελεσματικότητά τους είναι περιορισμένες, ειδικά σε ασθενείς με χρόνια δυσκοιλιότητα.
Η σύσταση για αύξηση των φυτικών ινών είναι πρωτίστης σημασίας. Με τον όρο διαιτητικές ίνες εννοούμε μια ποικιλία από συναφή και μερικώς πεπτούμενα συστατικά των τροφίμων, τα οποία κατά βάσει αποτελούνται από μη αμυλούχους πολυσακχαρίτες, και τα οποία καθυστερούν την γαστρική κένωση και την εντερική απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών στο λεπτό έντερο. Λόγω της καθυστέρησης που προκαλούν, χρησιμοποιούνται για τον καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο στους διαβητικούς ασθενείς και παράλληλα χρησιμοποιούνται για την ανακούφιση από τα συμπτώματα της δυσκοιλιότητας.
Οι ίδιες οι φυτικές ίνες δεν επιδρούν στη διαχείριση της δυσκοιλιότητας, αλλά όταν αυτές ζυμωθούν από τη βακτηριακή χλωρίδα του εντέρου, βοηθούν στον πολλαπλασιασμό της, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό αύξηση του όγκου των κοπράνων. Ο διατροφικός έλεγχος της δυσκοιλιότητας έγκειται στο ότι αυξάνει τη συχνότητα των κενώσεων και την ποσότητα των κοπράνων.
Οι φυτικές ίνες δεσμεύουν νερό, αλλά το χάνουν καθώς απορροφώνται και διασπώνται. Γι’ αυτό μόνο όσες ίνες δεν διασπώνται πλήρως αλλά μερικώς από τα βακτήρια μπορούν να διατηρήσουν αυτήν την ιδιότητα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φυτικές ίνες αυξάνουν τον όγκο των κοπράνων και τη συχνότητα παραγωγής τους, μειώνοντας την στασιμότητα και τη διατήρηση τους στο έντερο, σε υγιείς ανθρώπους.
Η μελέτη των φυτικών ινών για την δυσκοιλιότητα έχει απασχολήσει πολύ την επιστημονική κοινότητα. Υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με το ποιος τύπος φυτικών ινών είναι εκείνος που βοηθάει στην αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας και κατά συνέπεια πρέπει να συστήνεται. Οι διαλυτές φυτικές ίνες απορροφούν νερό, σχηματίζοντας μια ζελατίνη στο έντερο και επιπλέον ζυμώνονται από τα βακτήρια του εντέρου. Οι αδιάλυτες φυτικές ίνες προκαλούν αύξηση του όγκου των κοπράνων.
Οι διαλυτές φυτικές ίνες έχει αποδειχθεί από πολλές μελέτες ότι αυξάνουν τη συχνότητα των κενώσεων, μειώνουν τις κενές μέρες μεταξύ αυτών, μειώνουν τον πόνο κατά την κένωση και βελτιώνουν συνολικά τα συμπτώματα της νόσου. Αντίθετα η επίδραση των αδιάλυτων φυτικών ινών είναι, βάσει των δεδομένων από τις μελέτες, υπό έρευνα και συζήτηση. Και αυτό, διότι οι μελέτες που αφορούν τις αδιάλυτες φυτικές ίνες δίνουν αντικρουόμενα αποτελέσματα ως προς την ευεργετικότητα τους στην αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας, καθιστώντας έτσι την ανάγκη για περισσότερες και καλύτερες ποιοτικά μελέτες, που θα δώσουν πιο αξιόπιστα αποτελέσματα.
Ωστόσο, μεγάλες ποσότητες αδιάλυτων φυτικών ινών, όπως αυτές που περιέχονται στα φρούτα και στα λαχανικά, μπορεί να οδηγήσουν σε περαιτέρω χειροτέρευση των συμπτωμάτων που εκδηλώνονται από το γαστρεντερικό, όπως το φούσκωμα και ο πόνος. Καλύτερα αποτελέσματα μπορεί να επιτευχθούν με τις διαλυτές φυτικές ίνες, όπως το ψύλλιο. Έχει μελετηθεί περισσότερο από κάθε άλλη καθαρτική ουσία και έχει τη μεγαλύτερη ευεργετική δράση με τις λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Η συμπληρωματική λήψη φυτικών ινών μέσω της διατροφής πρέπει να γίνεται όταν είναι απαραίτητη. Ο ασθενής οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι όπως το πρόβλημα που τον ταλαιπωρεί είναι χρόνιο και τον έχει απασχολήσει για μεγάλες χρονικές περιόδους στη ζωή του, έτσι και η λύση του απαιτεί υπομονή χρονικά και οργάνωση. Μάλιστα, οι ασθενείς αυτοί οφείλουν να περιμένουν 2-3 μήνες προτού δουν τα πρώτα σημάδια ανακούφισης των συμπτωμάτων της νόσου.
Η σύσταση για λήψη 25-35γρ φυτικών ινών την ημέρα καλό είναι να γίνεται σταδιακά, Μια αύξηση 3γρ/εβδομάδα για τις 4 πρώτες εβδομάδες μειώνει τις ανεπιθύμητες συνέπειες της απότομης αύξησης, όπως το κοιλιακό άλγος και η παραγωγή αερίων.
Ωστόσο, σύσταση αυτή δεν ταιριάζει σε όλους και σίγουρα δεν μπορεί να βοηθήσει κάθε ασθενή με δυσκοιλιότητα- η δυσκοιλιότητα έχει πολλές αιτίες, που μπορεί να απαιτούν διαφορετικές λύσεις.
Η αυξημένη λήψη φυτικών ινών μπορεί να βοηθήσει κάποιους ασθενείς, μπορεί όμως να χειροτερέψει την κατάσταση σε ασθενείς που εμφανίζουν δυσκοιλιότητα λόγω αργού ρυθμού μετακίνησης του περιεχομένου του εντέρου ή λόγω αχαλασίας των μυών της πυελικής χώρας- η κατάσταση αυτή μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε ηλικία, είναι όμως συχνότερη στους άνω των 65 χρόνων και στα παιδιά κάτω των 4 χρόνων.
Η μείωση ή η αποχή από την κατανάλωση φυτικών ινών μπορεί να μειώσει τα συμπτώματα της δυσκοιλιότητας; Είναι ένα ερώτημα που ποτέ δεν θα περιμέναμε να έχει θετική απάντηση και όμως υπάρχει μελέτη που το υποστηρίζει. Το αποτέλεσμα της μελέτης αντικρούει την καλά εδραιωμένη αντίληψη ότι η αύξηση των φυτικών ινών είναι ευεργετική για κάθε πάσχοντα από δυσκοιλιότητα! Η μελέτη έδειξε ότι σε έναν ασθενή με ιδιοπαθή δυσκοιλιότητα, που έχει δυσκολία εκκένωσης και οδηγεί σε συσσώρευση των κοπράνων στο κόλον, η μείωση των φυτικών ινών θα μειώσει τον όγκο και την ποσότητα αυτών των κοπράνων, και θα κάνει την εκκένωση των μικρότερων σε όγκο και μέγεθος κοπράνων πιο εύκολη. Η προσθήκη φυτικών ινών σε ένα τέτοιο ασθενή θα έχει σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση του όγκου και της ποσότητας των κοπράνων κάτι που δεν θα διευκολύνει την εκκένωση τους.
Γενικά, οι φυτικές ίνες συστήνονται από τους θεραπευτές υγείας σαν λύση για την δυσκοιλιότητα, αν και σε έρευνα στην οποία έλαβαν μέρος 200 θεραπευτές, φάνηκε ότι μόνο στο 1/3 των ασθενών τους με δυσκοιλιότητα παρατηρήθηκε βελτίωση από την κατανάλωσή τους.
Οι φυτικές ίνες δεν αποτελούν την αιτία πρόκλησης δυσκοιλιότητας, αλλά η έλλειψή τους αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα σε κάποιες ομάδες ασθενών. Ωστόσο, συνεχίζουμε να συστήνουμε την κατανάλωση φυτικών ινών για την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας, εξαιτίας του χαμηλού κινδύνου και επίσης του χαμηλού κόστους, σε σχέση με τα καθαρτικά.
Και επειδή οι περισσότεροι ασθενείς συνήθως έχουν προσπαθήσει να αυξήσουν την ποσότητα των φυτικών ινών που λαμβάνουν λόγω πρωτύτερων συστάσεων, είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε την αύξηση που έχουν κάνει και την παρούσα πρόσληψή τους προτού συστήσουμε περαιτέρω αύξηση των ινών.
Οι συστάσεις προτείνουν καθημερινή κατανάλωση 20-30 γρ. στους ενήλικες, ενώ στα παιδιά η ενδεικνυόμενη προσλαμβανόμενη ποσότητα προκύπτει αν στον αριθμό της ηλικίας τους προσθέσουμε 5γρ.
Πηγή: mednutrition.gr