Οι άνθρωποι – κυρίως γυναίκες και νέοι – που έπαιρναν αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (PPI όπως ομεπραζόλη, παντοπραζόλη) ή ανταγωνιστές των Η2 υποδοχέων (π.χ. ρανιτιδίνη, νιζατιδίνη) φάνηκε ότι ήταν πιο πιθανό να έχουν έλλειψη της βιταμίνης Β12.
Σημαντικό είναι να σημειώσουμε εδώ ότι η σοβαρή έλλειψη βιταμίνης Β12 που δεν αντιμετωπίζεται μπορεί να προκαλέσει νευρολογικά προβλήματα και άνοια ενώ ένα από τα βασικά συμπτώματα της έλλειψης της είναι το να βρισκόμαστε σε ληθαργική κατάσταση, κάτι που πολλές φορές περνάει απαρατήρητο.
Οι συγγραφείς της μελέτης τονίζουν ότι οι γιατροί θα πρέπει να συνεχίσουν να συνταγογραφούν τα φάρμακα αυτά όταν είναι απαραίτητα αλλά να λαμβάνουν πάντα υπόψη τους και να ζυγίζουν τα πιθανά προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσουν κυρίως όταν κάποιος τα παίρνει για μεγάλο διάστημα (από 1 χρόνο και πάνω).
Αυτού του είδους τα φάρμακα συνταγογραφούνται συχνά σε ανθρώπους με έλκος ή με προβλήματα δυσπεψίας, πόνου και γενικότερης ευαισθησίας στο στομάχι. Επίσης, δεν είναι καθόλου σπάνιο οι ασθενείς να τα αγοράζουν μόνοι τους, χωρίς να τους τα έχει συνταγογραφήσει κάποιος γιατρός.
Τα φάρμακα αυτά μειώνουν το οξύ στο στομάχι, που είναι απαραίτητο για την απορρόφηση της Β12, από τη διατροφή μας (την παίρνουμε από ψάρια, κρέατα και γαλακτοκομικά). Οι περιπτώσεις έλλειψης μπορούν να αντιμετωπιστούν με συμπληρώματα ή με μία ένεση Β12.
Πηγή: vita.gr