Οι αίτιες πίσω από τη μείωση της γυναικείας λίμπιντο

 
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις γυναικών που έχουν σχέση με άνδρες τους οποίους αγαπάνε μεν πολύ και με τους οποίους περνάνε υπέροχα, αλλά το σεξ δεν είναι αυτό που ονειρεύονται, ίσως γιατί λείπει το πολύ πάθος κι υπάρχει αρκετός ρομαντισμός. Αποτέλεσμα είναι ότι πολλές γυναίκες αρχίζουν να έχουν δεύτερες σκέψεις για το ταίρι τους, θυμούνται ίσως τον πρώην τους και προσπαθούν να τονώσουν τη σχέση τους σεξουαλικά, ενώ συνήθως η ερωτική τους διάθεση δεν είναι στα ύψη.


Η χαμηλή σεξουαλική λίμπιντο ή διαταραχή μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας, όπως είναι ιατρικά γνωστή, είναι αντικείμενο μελέτης εδώ και δεκαετίες. Το ζήτημα αυτό είναι φλέγον για τις φαρμακευτικές εταιρίες που αναζητούν το «θηλυκό βιάγκρα», καθώς κρύβονται πολλά λεφτά πίσω από την παραγωγή και την πώλησή του. Μια έρευνα του 2005 στο περιοδικό Canadian Medical Association έδειξε ότι 35% με 40% των γυναικών έχουν μειωμένη σεξουαλική λίμπιντο.

Η ανθρωπολόγος-σεξολόγος Bella Ellwood-Clayton αναφέρει στο βιβλίο της Sex Drive «μόλις μια γυναίκα νιώσει ασφαλής στη σχέση που διατηρεί, τότε η σεξουαλική της επιθυμία αρχίζει να βουλιάζει». Η ίδια προβάλλει και μια γερμανική έρευνα που απέδειξε ότι έπειτα από τέσσερα χρόνια σχέσης, λιγότερες από τις μισές γυναίκες ηλικίας 30 ετών ήθελαν να κάνουν τακτικά σεξ με το σύντροφό τους. Ύστερα από 20 χρόνια γάμου, μόνο το 20% των γυναικών έκανε σεξ, ενώ αντίθετα, η λίμπιντο των ανδρών παρέμενε σχετικά σταθερή.

Αυτό που προκύπτει τελικά είναι ότι οι γυναίκες απλώς χάνουν το σεξουαλικό ενδιαφέρον για το σύντροφό τους με την πάροδο του χρόνου. Η γυναικεία επιθυμία είναι απλώς μικρότερη και αυτό τροφοδοτείται από την εξοικείωση και την οικειότητα. Ωστόσο, πλέον οι ερευνητές αναρωτιούνται μήπως η ίδια η έννοια της δέσμευσης είναι το πρόβλημα. Με άλλα λόγια, δεν είναι η έλλειψη διάθεσης, αλλά η μονογαμία, που αρχίζει στα «δυο χρόνια φαγούρας» όπως λέγονται. Όπως λέει ο συγγραφέας Daniel Bergner το φάρμακο που ψάχνουμε για τις γυναίκες είναι «η θεραπεία της μονογαμίας».

Η σεξουαλική επιθυμία των γυναικών είναι ένα σχετικά καινούργιο πεδίο ερευνών, καθώς μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στον τομέα της σεξολογίας κυριαρχούσε ο άνδρας, η συμπεριφορά και η απόδοσή του στο σεξ. Οι πιο περίπλοκοι και ξεχωριστοί μηχανισμοί της σεξουαλικής ορμής των γυναικών θεωρούνταν επουσιώδεις, καθώς ακόμα και τα ανατομικά σκίτσα θηλυκών αρουραίων δεν απεικόνιζαν την κλειτορίδα, αναφέρει ο Bergner.

Η ψυχολόγος Lori Brotto του πανεπιστημίου British Columbia ισχυρίζεται «ορισμένες φορές αναρωτιέμαι αν η μειωμένη σεξουαλική διάθεση των γυναικών είναι ζήτημα λίμπιντο ή βαρεμάρας». Ο ψυχολόγος και ενδοκρινολόγος Ken Wallen του πανεπιστήμιου Emerson έχει αποκαλύψει ότι ο θηλυκός μακάκος (πίθηκος) είναι αυτός που επιτίθεται σεξουαλικά, κάτι που δείχνει ότι « η ιδέα πως η μονογαμία εξυπηρετεί τη φυσική σεξουαλικότητα των γυναικών ίσως να μην είναι σωστή».

Επίσης, ο Bergner δεν παραλείπει να αναφερθεί και σε μια έρευνα που έγινε στην Αυστραλία σε γυναίκες άνω των 40 ετών, η οποία συσχέτιζε τη μειωμένη σεξουαλική επιθυμία με τη διάρκεια της σχέσης των γυναικών με το σύντροφό τους, κι όχι τις ορμονικές αλλαγές, καθώς μόλις αυτές οι γυναίκες απέκτησαν καινούργιους συντρόφους, η λίμπιντο επέστρεψε στα ύψη.

Η αμερικανίδα ψυχολόγος Marta Meana βλέπει συχνά γυναίκες των οποίων η σεξουαλική επιθυμία για τους συντρόφους τους έχει μειωθεί δραστικά. Εκείνη πιστεύει ότι λόγω μονογαμίας η ανάγκη των γυναικών να νιώθουν επιθυμητές δεν ικανοποιείται, διότι αισθάνονται ότι οι σύντροφοί τους είναι παγιδευμένοι και δεν έχουν πια επιλογή να τις έχουν ως παρτενέρ στο σεξ, αυτό απλώς συμβαίνει λόγω της σχέσης. Επίσης, η ιδέα ότι «βρήκα το άλλο μου μισό» ή «παντρεύομαι τον καλύτερο μου φίλο» φαίνεται ότι τελικά δυσαρεστεί περισσότερο τις γυναίκες από ό,τι τους άνδρες.

Η άποψη ότι οι γυναίκες μπορεί να μην είναι κατάλληλες για μονογαμικές σχέσεις πλανάται πλέον στον αέρα και έρχεται σε αντίθεση με την παγιωμένη σκέψη ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν το σεξ για να δεθούν, ενώ οι άνδρες χρησιμοποιούν την οικειότητα για να κάνουν σεξ. Επίσης, έρχεται να ολοκληρώσει τη θεωρία περί γονεϊκού ενστίκτου, ότι δηλαδή οι άνδρες είναι πολυγαμικοί γιατί δεν έχουν χρονικά περιθώρια ως προς την αναπαραγωγή, ενώ οι γυναίκες προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τις πηγές αναπαραγωγής που έχουν, όντας πολύ επιλεκτικές. Έτσι κι αλλιώς, η κοινωνία χρησιμοποιεί πολλά χρόνια τη μειωμένη σεξουαλική ορμή των γυναικών ως δικαιολογία για να αποθαρρύνει την απιστία των γυναικών και να τις ωθήσει να εστιάσουν στην οικογένεια και τα παιδιά.

Παρόλα αυτά, αυτό που δεν έχει γίνει κατανοητό είναι ότι κατά ένα μεγάλο ποσοστό, αυτό που πυροδοτεί τη σεξουαλική επιθυμία των γυναικών είναι το να νιώθουν επιθυμητές κι αυτό γίνεται όλο και πιο συχνό στην υπερσεξουαλική εποχή που διανύουμε. Ο Jim Pfaus, ψυχολόγος και νευροβιολόγος στο πανεπιστήμιο Concordia αναφέρει τα δυο μέτρα και σταθμά που περιστοιχίζουν τη γυναικεία σεξουαλικότητα που βασίζονται στο φόβο.

Συγκεκριμένα, λέει ότι «εμείς οι άνδρες φοβόμαστε να ανοίξουμε αυτό το κουτί και να δώσουμε τον έλεγχο στις γυναίκες, γιατί νιώθουμε ότι θα μας ευνουχίσουν. Φοβόμαστε το περιεχόμενο του κουτιού». Μια ματιά σε αυτό το περιεχόμενο μας δίνει η Natalie Angier στο βιβλίο της «Woman: An Intimate Geography», το οποίο περιγράφει την κλειτορίδα ως το μοναδικό όργανο που είναι σχεδιασμένο αποκλειστικά για ευχαρίστηση, καθώς διαθέτει 8.000 νευρικές απολήξεις, διπλάσιες από αυτές του πέους.

Η ψυχολόγος Meredith Chivers του πανεπιστημίου Queen’s προσπαθεί να εκθέσει τη ζωώδη αλήθεια της γυναικείας επιθυμίας. Η έρευνά της, που χρησιμοποιεί έναν πληθυσμογράφο, μια μικρή λάμπα και έναν ανιχνευτή φωτός τοποθετημένο στον γυναικείο κόλπο, υποδηλώνει ότι η επιθυμία των γυναικών είναι τόσο συνολική όσο και των ανδρών. Δηλαδή τα δυο φύλα ερεθίζονται εξίσου με την πορνογραφία και έχουν την ίδια επιθυμία για ιστορίες που περιλαμβάνουν αγνώστους παρά τους μακροχρόνιους συντρόφους τους. Ωστόσο, όταν τους ζητήθηκε να βαθμολογήσουν τον ερεθισμό τους, οι γυναίκες τον ελαχιστοποίησαν, ειδικά όταν το ερέθισμα που τις προκάλεσε δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό.

Τα ευρήματα της Chivers δείχνουν ότι οι γυναίκες καταπνίγονται ως προς τη σεξουαλικότητά τους, μολονότι η σεξουαλική επιθυμία τους είναι περίπλοκη και συχνά προκαλείται από αντιθετικές παρορμήσεις που τροφοδοτούνται από το μυαλό, την καρδιά, τις εικόνες που βλέπουν, τα πράγματα που διαβάζουν και τα όσα ακούνε.

Ο Pfaus πιστεύει ότι οι καινούργιες έρευνες για τη γυναικεία σεξουαλικότητα θα αποτελέσουν επανάσταση για τις γυναίκες της επόμενης γενιάς. «Πρόκειται να δούμε πιο ανδροπρεπή συμπεριφορά από τις γυναίκες, περισσότερες γυναίκες να φλερτάρουν άνδρες, πιο πολλές γυναίκες να κάνουν σεξ και να φεύγουν ή να κάνουν σεξ χωρίς να θέλουν να δεθούν, πιο πολλά κορίτσια να κάθονται μπροστά στον υπολογιστή τους και να αυτοϊκανοποιούνται προτού κάνουν τα μαθήματα του σχολείου», λέει εκείνος.

Αυτή είναι μια εικόνα που αναμένεται να τρομοκρατήσει πολύ κόσμο, αλλά παραδόξως, μπορεί να στρώσει και το δρόμο για πιο ρεαλιστικές και συνειδητοποιημένες αποφάσεις σχετικά με το γάμο κι ό,τι αυτός περιλαμβάνει.

Διαβάστε ακόμη...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *