Στην Ελλάδα, όμως, εκτιμάται ότι καταγράφεται το μικρότερο ποσοστό λήψης αντικαταθλιπτικών σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου ΙΖΑ της Βόννης και του πανεπιστημίου του Γουόργουικ, με επικεφαλής τον Ντέιβιντ Μπλαντσφλάουερ και τον καθηγητή Άντριου Όσβαλντ, μελέτησαν ένα τυχαία επιλεγμένο δείγμα περίπου 30.000 Ευρωπαίων σε 27 χώρες.
Στην μία άκρη της κατάταξης βρίσκεται η Πορτογαλία όπου το 84% δηλώνει ότι δεν έχει πάρει ποτέ αντικαταθλιπτικό, το 5% παίρνει κατά καιρούς, το 2% τακτικά για διάστημα μικρότερο του ενός μηνός και το 9% τακτικά για διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός.
Στον αντίποδα, στην Ελλάδα δεν έχει πάρει ποτέ αντικαταθλιπτικό το 97% του πληθυσμού (το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη), κατά καιρούς παίρνει το 1%, ενώ τακτικά για διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός μόλις το 1%.
Η πιθανότητα κατανάλωσης αντικαταθλιπτικών είναι μεγαλύτερη ανάμεσα στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, στους ανέργους σε σχέση με τους εργαζόμενους, στους λιγότερο μορφωμένους σε σχέση με τους περισσότερο, στους διαζευγμένους ή χωρισμένους σε σχέση με τους παντρεμένους και όσους έχουν σύντροφο.
Η κατανάλωση αντικαταθλιπτικών χαπιών αυξάνεται σταδιακά και αποκορυφώνεται λίγο πριν τα 50 έτη, ενώ μετά αρχίζει σιγά-σιγά να υποχωρεί. Οι άνθρωποι της μέσης ηλικίας έχουν περίπου διπλάσια πιθανότητα να παίρνουν αντικαταθλιπτικά σε σχέση με όσους είναι κάτω των 25 ή άνω των 65 ετών (πράγμα που ισχύει και για τα δύο φύλα).