Αυτό προκύπτει από νέα έρευνα σχετικά με την πρόσβαση στις μεθόδους αντισύλληψης σε έγγαμες γυναίκες ή γυναίκες που συζούν και βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία (15 – 49 ετών), η οποία βασίστηκε σε στοιχεία από 194 χώρες, κατά το διάστημα 1990 με 2010.
Η έρευνα επισημαίνει το παραπάνω φαινόμενο παρότι, όπως υπογραμμίζει, τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει αυξηθεί το ποσοστό των γυναικών εκείνων στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα που χρησιμοποιεί αντισύλληψη.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση The Lancet, διενεργήθηκε από ερευνητές του τμήματος Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΟΗΕ σε συνεργασία με το Εθνικό Πανεπιστήμιο Σιγκαπούρης, οι οποίοι εξέτασαν το ποσοστό των γυναικών που χρησιμοποιούν αντισύλληψη και την έλλειψη πρόσβασης σε σύγχρονες μεθόδους αντισύλληψης. Εξετάστηκε επίσης το ποσοστό των γυναικών που θα ήθελαν να καθυστερήσουν την απόκτηση παιδιού ή να μην αποκτήσουν άλλο, αλλά χωρίς να χρησιμοποιούν κάποια μέθοδο αντισύλληψης ώστε να αποφύγουν μία εγκυμοσύνη.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η χρήση αντισυλληπτικών μεθόδων από έγγαμες γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας έχει αυξηθεί από 55% το 1990 σε 63% το 2010 και ότι η έλλειψη πρόσβασης σε αυτές τις μεθόδους έχει μειωθεί από 15% το 1990 σε 12% το 2010.
Ωστόσο, εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού, της καλύτερης ενημέρωσης για την αντισύλληψη και της ζήτησης για οικογενειακό προγραμματισμό, η ζήτηση για μεθόδους αντισύλληψης παγκοσμίως αναμένεται να αυξηθεί από 900 εκατομμύρια το 2010 σε 962 εκατομμύρια το 2015.
Η μεγαλύτερη αύξηση στη χρήση μεθόδων αντισύλληψης (μεγαλύτερη των 15 ποσοστιαίων μονάδων) στο διάστημα 1990-2010, παρατηρήθηκε στη νότια Ασία και στην ανατολική, βόρεια και νότια Αφρική. Ωστόσο, ενδεικτικό είναι ότι στην κεντρική και δυτική Αφρική, λιγότερες από μία στις πέντε έγγαμες γυναίκες χρησιμοποιούσαν μέχρι το 2010 κάποια