Δεν είναι όμως εξίσου αποτελεσματικός στην αντιμετώπιση άλλων παθήσεων, όπως η υπέρταση, η παχυσαρκία ή τα καρδιαγγειακά νοσήματα όπου τα οφέλη είναι από ελάχιστα έως μηδενικά. Αυτά θα πρέπει να έχει υπόψη του ο κάθε ασθενής πριν επιλέξει να κάνει βελονισμό και στην περίπτωση που θα θελήσει να κάνει να αποταθεί σε ειδικό γιατρό ή, σε κάποιες περιπτώσεις, σε εκπαιδευμένο φυσιοθεραπευτή.
Τα παραπάνω επισημαίνει η ειδική γιατρός Ιωάννα Αρσενοπούλου η οποία παρουσίασε στα Πανελλήνια Σεμινάρια των Ομάδων Εργασίας της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας ανακοίνωση με θέμα «Βελονισμός και καρδιαγγειακές παθήσεις».
«Υπάρχουν παθήσεις όπου ο βελονισμός μπορεί να είναι ακόμη και μέθοδος εκλογής, όπως για παράδειγμα ο χρόνιος πόνος, η οσφυαλγία ή άλλων ειδών πόνοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο βελονισμός μπορεί να είναι καλύτερη μέθοδος ακόμη και από την καλύτερη φαρμακευτική θεραπεία. Αλλά και σε κάποιες μυοσκελετικές παθήσεις, που είναι δεδομένο ότι δεν μπορείς να θεραπεύσεις ιδιαίτερα, αλλά μόνο να καταπολεμήσεις τα συμπτώματα, τα οποία είναι η αιτία για να μειώνεται πραγματικά η ποιότητα ζωής ο βελονισμός, όπως έδειξε μία πρόσφατη γερμανική μελέτη, είναι η καλύτερη θεραπεία και έχει διπλάσιο όφελος από ό,τι η καλύτερη φαρμακευτική θεραπεία» αναφέρει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Αρσενοπούλου.
Όσον αφορά τα οφέλη του βελονισμού στα καρδιαγγειακά αναφέρει ότι έχουν γίνει μερικές μελέτες χωρίς όμως να έχουν προκύψει δεδομένα ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για τέτοια νοσήματα.
«Στην περίπτωση καρδιαγγειακών κανείς δεν νομιμοποιείται να πει ότι θα χρησιμοποιηθεί βελονισμός. Ακόμη κι αν τα οφέλη είναι οριακά τίθεται το ερώτημα του κόστους. Διότι ο ασθενής θα πρέπει για ένα διάστημα μερικών εβδομάδων να κάνει κάθε δύο μέρες ημίωρες συνεδρίες βελονισμού ενώ θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα τους πχ με ένα χάπι για την υπέρταση. Η μόνη περίπτωση που θα μπορούσε να εφαρμοστεί βελονισμός για καρδιαγγειακά είναι σε κάποιες κατηγορίες ασθενών που είναι κατηγορηματικά αντίθετοι στα φάρμακα, που δεν έχουν κανένα οικονομικό πρόβλημα και που θέλουν να τον δοκιμάσουν ως μοναδική θεραπεία. Αυτή τη στιγμή ο βελονισμός δεν είναι θεραπεία εκλογής για τα καρδιαγγειακά» εξηγεί η κ. Αρσενοπούλου.
Παράλληλα αναφέρει ότι ο βελονισμός έχει κάποια οριακά οφέλη στα εγκεφαλικά τα οποία όμως δεν είναι τόσο σημαντικά ώστε να τον χρησιμοποιήσουν οι γιατροί ως μοναδική θεραπεία.
«Ο βελονισμός έχει κάποια οφέλη σαν συμπληρωματική θεραπεία ίσως στην υπέρταση, στη μείωση του βάρους και την παχυσαρκία. Επίσης έχει οφέλη, τα οποία είναι οριακά και δεν έχουν γίνει σοβαρές μελέτες, αν χρησιμοποιηθεί και σε άλλες παθήσεις συμπληρωματικά με τη τρέχουσα θεραπεία του ασθενούς» προσθέτει η κ. Αρσενοπούλου.
Ο βελονισμός δεν είναι εναλλακτική θεραπεία
«Σήμερα επειδή υπάρχουν ενδείξεις ότι σε ορισμένες παθήσεις ο βελονισμός πραγματικά λειτουργεί όχι ως εναλλακτική μέθοδος αλλά ως μία μέθοδος θεραπείας, δηλαδή υπάρχουν περιπτώσεις όπου όπως δίνουμε ένα φάρμακο μπορούμε να κάνουμε και βελονισμό. Αυτό συμβαίνει διότι πράγματι οι βελόνες ενεργοποιούν νευροφυσιολογικές οδούς και υπάρχουν αποτελέσματα στο σώμα. Δεν είναι δηλαδή κατά τη γνώμη μου καθόλου εναλλακτική μέθοδος όταν γίνεται από γιατρούς οι οποίοι ξέρουν τι κάνουν» συνεχίζει η κ. Αρσενοπούλου.
Τέλος τονίζει στο ΑΜΠΕ ότι ο κάθε ασθενής που θα θελήσει να κάνει βελονισμό θα πρέπει να αποταθεί σε κάποιον ειδικό γιατρό και όχι στον οποιονδήποτε παρουσιάζεται ως βελονιστής αλλά είναι άσχετος με το ιατρικό επάγγελμα.
«Η πολιτεία θα έπρεπε να είναι πολύ πιο αυστηρή απέναντι σε αυτούς που παρουσιάζονται ως βελονιστές, γιατί δεν μπορεί ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει. Θεωρώ όμως ότι και ο μέσος άνθρωπος έχει μία μεγάλη ευθύνη απέναντι στον εαυτό του όταν επιλέγει να πάει για βελονισμό σε έναν επαγγελματία άσχετο με τα ιατρικά επαγγέλματα. Ο βελονισμός, επειδή είναι μία ιατρική πράξη η οποία ενδέχεται είτε να μην έχει κανένα αποτέλεσμα είτε να έχει κάποια αποτελέσματα, θεωρώ ότι πρέπει να γίνεται μόνο από γιατρούς ή στη καλύτερη περίπτωση από ειδικά εκπαιδευμένους φυσιοθεραπευτές» καταλήγει η κ. Αρσενοπούλου.