Η σχετική μελέτη έδειξε πως όποιος μασάει κάθε μπουκιά του επί 30 δευτερόλεπτα όχι μόνο «κόβει» την όρεξή του, αλλά περιορίζει δραματικά τη λαχτάρα για σοκολάτες, γλυκά και τσιμπολόγημα, που είναι μερικοί από τους κύριους υπεύθυνους για την αύξηση του σωματικού βάρους.
Ψυχολόγοι από το πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, μελέτησαν τη συμπεριφορά εθελοντών που επειδή μασούσαν καλά το μεσημεριανό τους έτρωγαν το απόγευμα τα μισά σνακ απ’ όσα εκείνοι που μασούσαν βιαστικά.
Στη μελέτη συμμετείχαν 43 φοιτητές και φοιτήτριες, οι οποίοι έμειναν νηστικοί για δύο ώρες πριν αρχίσει το πείραμα.
Σε κάθε εθελοντή δόθηκε ένα πιάτο γεμάτο με πανομοιότυπα σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί.
Οι ερευνητές χώρισαν τους φοιτητές σε τρεις ομάδες. Η πρώτη κλήθηκε να φάει ως συνήθως, η δεύτερη να κάνει παύση 10 δευτερολέπτων πριν καταπιεί κάθε μπουκιά και η τρίτη να μασάει κάθε μπουκιά επί 30 δευτερόλεπτα πριν την καταπιεί.
Δύο ώρες έπειτα από την ολοκλήρωση του γεύματος, οι ερευνητές έδωσαν στους εθελοντές τους από ένα μπωλ γεμάτο γλυκίσματα με γεύση φρούτων και ένα άλλο γεμάτο σοκολατάκια με καραμέλα, ζητώντας τους να φάνε όσο ήθελαν, βαθμολογώντας την πείνα τους και την απόλαυση που αποκόμιζαν από αυτά.
Όσοι από τους φοιτητές είχαν φάει το μεσημεριανό τους με την συνήθη ταχύτητα και όσοι έκαναν παύση πριν καταπιούν, κατανάλωσαν παρόμοια ποσότητα γλυκισμάτων. Όσοι όμως είχαν μασήσει κάθε μπουκιά τους επί 30 δευτερόλεπτα, έφαγαν τα μισά γλυκά.
Τι κάνει όμως αυτούς που μασάνε καλά την τροφή τους να τρώνε και λιγότερα γλυκά; Οι ερευνητές εικάζουν πως όταν συγκεντρωνόμαστε τόσο πολύ στη διαδικασία του φαγητού, ο εγκέφαλος θυμάται κάθε γεύμα επί περισσότερες ώρες, με αποτέλεσμα να καθυστερεί να ενεργοποιήσει το μήνυμα για νέα πρόσληψη τροφής.
Δεν αποκλείουν πάντως το ενδεχόμενο να είναι τόσο δυσάρεστη η παρατεταμένη μάσηση για τον εγκέφαλο, ώστε να απωθεί την ιδέα της κατανάλωσης φαγητού, ακόμα κι αν πρόκειται για γλυκά.