«Οι επιπτώσεις του καρκίνου του μαστού αυξάνονται παρότι δεν άλλαξε το γονιδιακό προφίλ. Άλλαξε όμως o τρόπος ζωής. Τέσσερις χιλιάδες χημικές ουσίες μπαίνουν στο σώμα μας καθημερινά και συμβάλουν στην επίπτωση του καρκίνου.
Έχει παρατηρηθεί ότι γυναίκες από τη νοτιοανατολική Ασία, που είχαν ένα συγκεκριμένο πρότυπο διατροφής και χαμηλές επιπτώσεις, όταν μετανάστευσαν σε χώρες της Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης , μια γενιά αργότερα, είχαν τις ίδιες επιπτώσεις καρκίνου με αυτές των γυναικών των χωρών αυτών. Αυτό οφείλεται στο στρες, στη διατροφή, στη έλλειψη άσκησης , στην παχυσαρκία στην κατανάλωση οινοπνεύματος και καπνού» εξηγεί ο κ Μπουκοβίνας.
Για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού θα πρέπει να γίνεται ψηλάφηση , κλινική εξέταση , μαστογραφία και υπερηχογράφημα. Η μαστογραφία συνιστάται να γίνεται μία φορά κάθε δύο χρόνια στις ηλικίες 40-50 ετών και μία φορά το χρόνο μετά τα 50. Σε ορισμένες περιπτώσεις γυναικών, όπως εκείνες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού ή κρούσματος οποιουδήποτε καρκίνου σε δύο γενιές, σε γυναίκες που σε νεαρή ηλικία είχαν υποβληθεί σε χημειοθεραπεία για άλλο καρκίνο , πχ για λέμφωμα Hodgkin, ή είναι θετικές στο γονίδιο BRCA 1,2 , συνιστάται μαστογραφία πριν την ηλικία των 40.
«Η μαστογραφία δεν είναι πανάκεια και μια κακή ερμηνεία της μπορεί να οδηγήσει σε μη διάγνωση. Σε γυναίκες που έχουν ινοκυστική μαστοπάθεια ένα ποσοστό 30% του καρκίνου του μαστού δεν διαγιγνώσκεται. Σε περιπτώσεις που τα αποτελέσματα της μαστογραφίας και του υπερηχογραφήματος δημιουργούν αμφιβολίες γίνεται μαγνητική μαστογραφία» αναφέρει ο κ. Μπουκοβίνας τονίζοντας παράλληλα ότι οι βιοψίες για την διάγνωση δεν πρέπει να γίνονται «ελαφρά τη καρδία», διότι υπάρχει 1,6% πιθανότητα ανάπτυξης καρκινικών κυττάρων στην περιοχή της ουλής.
Για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού κάθε γυναίκα θα πρέπει να εκπαιδευτεί στο θέμα της διατροφής, με περιορισμό της κατανάλωσης αλατιού και ζάχαρης και μείωση του σωματικού βάρους.
«Οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού των οποίων το βάρος αυξήθηκε μετά από μαστεκτομή , χημειοθεραπείες και ακτινοβολίες, στατιστικά έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες υποτροπής από εκείνες των οποίων το σωματικό βάρος δεν αυξήθηκε. Για τη δευτερογενή πρόληψη συνιστάται σε αυτές τις γυναίκες να ασκούνται και να ακολουθούν μια ισορροπημένη και πλήρη διατροφή, δηλαδή να μη στερούνται τίποτα αλλά να τρώνε λίγο από όλα. Επίσης να κάνουν ασκήσεις ελέγχου του στρες, όπως διαλογισμό και γιόγκα ή ακόμη και εξομολόγηση» συνιστά ο κ. Μπουκοβίνας.