Οι ερευνητές από τη Βρετανία, τις ΗΠΑ, την Ιταλία και τη Φινλανδία, με επικεφαλής τον καθηγητή Φίλιπ Φρόγκελ της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Imperial College του Λονδίνου, ανέλυσαν δεδομένα για 4.000 παιδιά στη Φινλανδία και ανακάλυψαν ότι είναι δυνατό να προβλέψουν ποια μωρά θα βάλουν στην πορεία παραπανίσια κιλά. Η φόρμουλα-εξίσωση επιβεβαίωσε την ακρίβειά της σε περαιτέρω μελέτες άνω των 2.000 παιδιών στην Ιταλία και τις ΗΠΑ.
Η φόρμουλα, που είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο στη διεύθυνση files-good.ibl.fr/childhood-obesity, ζητά από τους γιατρούς ή τους γονείς απλώς να συμπληρώσουν ορισμένα αριθμητικά στοιχεία (το δείκτη σωματικής μάζας του πατέρα και της μητέρας, το αρχικό βάρος του παιδιού, τον αριθμό των μελών της οικογένειας, το επάγγελμα της μητέρας και αν κάπνιζε κατά την εγκυμοσύνη) και στη συνέχεια -μέσα από ένα μαθηματικό-στατιστικό τύπο- προκύπτει αυτομάτως η πιθανότητα παιδικής παχυσαρκίας για κάθε μωρό.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η μέθοδός τους θα αξιοποιηθεί για να εντοπίζονται έγκαιρα τα παιδιά που έχουν υψηλό κίνδυνο παχυσαρκίας, έτσι ώστε οι οικογένειές τους να πάρουν τα κατάλληλα μέτρα. Η παιδική παχυσαρκία αποτελεί επιδεινούμενο πρόβλημα παγκοσμίως (ιδίως στις ανεπτυγμένες χώρες) και βασική αιτία για την εμφάνιση πρώιμου διαβήτη τύπου 2, καθώς επίσης καρδιαγγειακών παθήσεων.
«Το τεστ χρειάζεται πολύ λίγο χρόνο, δεν συνοδεύεται από κανένα εργαστηριακό τεστ και δεν κοστίζει τίποτε», τόνισε ο Φρόγκελ και πρόσθεσε ότι η φόρμουλα βασίζεται σε ήδη γνωστούς παράγοντες κινδύνου για την παιδική παχυσαρκία, αλλά είναι η πρώτη φορά που όλοι αυτοί έχουν συνδυαστεί με τέτοιο τρόπο σε ένα απλό «εργαλείο» πρόβλεψης.
Η έως τώρα εμπειρία χρήσης της φόρμουλας δείχνει ότι το 20% των μωρών, τα οποία προβλέπεται να έχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο παχυσαρκίας, είναι αυτά που αποτελούν τελικά το 80% των παχύσαρκων παιδιών. «Όταν ένα παιδί γίνει παχύσαρκο, είναι μετά δύσκολο να χάσει κιλά, γι’ αυτό η πρόληψη αποτελεί την καλύτερη στρατηγική και πρέπει να ξεκινά όσο γίνεται νωρίτερα», δήλωσε ο βρετανός καθηγητής.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι μόνο μία στις δέκα περιπτώσεις παχύσαρκων παιδιών οφείλεται σε γενετικές αιτίες, συνήθως σε σπάνιες μεταλλάξεις που επηρεάζουν σοβαρά την όρεξη. Γενετικά τεστ που θα εντοπίζουν αυτούς τους γενετικούς παράγοντες κινδύνου, επίσης από τη στιγμή της γέννησης, αναμένεται να γίνουν διαθέσιμα κατά τα επόμενα χρόνια, καθώς το κόστος ανάλυσης του γονιδιώματος μειώνεται συνεχώς χάρη στις νέες τεχνολογικές εξελίξεις.