Όμως οι επιπτώσεις της παχυσαρκίας δεν περιορίζονται σε αυτό. Το παχύσαρκο άτομο έχει χαμηλά επίπεδα αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης, νιώθει ενοχικά και παρουσιάζει δυσκολίες στη συναισθηματική διαχείριση. Η πολυφαγία δημιουργεί μια διέξοδο στο πρόβλημα που αρχικά προκαλεί, ενώ ο κοινωνικός στιγματισμός ενισχύει την αρνητική εικόνα του ατόμου.
Η κατανάλωση φαγητού απ’ την οποία αντλεί ανακούφιση και ηρεμία αποτελεί μια μορφή εξαρτητικής συμπεριφοράς που οδηγεί το άτομο σ’ έναν φαύλο κύκλο. Ενώ το παχύσαρκο άτομο γνωρίζει ότι κακοποιεί τον εαυτό του και τον στιγματίζει, αδυνατεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση, βιώνοντας περισσότερο άγχος.
Το παχύσαρκο άτομο έχει διαμορφώσει δυσλειτουργικές ισορροπίες στην καθημερινότητά του αναφορικά με την πρόσληψη τροφής, συχνά φοβάται να διαταράξει τις γνώριμες συνθήκες ζωής του, γι’ αυτό χρειάζεται ώθηση για την αναζήτηση ψυχολογικής συμβουλευτικής και ψυχολογικής θεραπείας, που θα του επιτρέψουν να επιφέρει τις ριζικές αλλαγές στη ζωή του για την αντιμετώπιση του προβλήματος στην υγεία του.
Ο ψυχολόγος συνεισφέρει στην εκτίμηση του ψυχολογικού προφίλ και της διατροφικής συμπεριφοράς, ώστε να επιλεγεί η ενδεδειγμένη κάθε φορά θεραπεία. Υποστηρίζει το παχύσαρκο άτομο στη διαχείριση των σκέψεων και των συναισθημάτων του, ώστε να αποφύγει τη συναισθηματική εκτόνωση με το φαγητό.
Επίσης, ανιχνεύει με τη βοήθεια του ασθενούς τα αίτια της υπερκατανάλωσης φαγητού και της εξυπηρέτησης σκοπών υποσυνείδητα. Οι κύριοι ψυχολογικοί χειρισμοί αφορούν τη θεραπεία συμπεριφοράς και τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία.
Η θεραπεία συμπεριφοράς περιλαμβάνει την αλλαγή των σχετικών με τη δίαιτα και τη φυσική δραστηριότητα συμπεριφορών με νέες συμπεριφορές, που προάγουν τον έλεγχο του βάρους.
Οι στρατηγικές περιλαμβάνουν:
α) την καταγραφή των σχετικών με τη δίαιτα και τη φυσική δραστηριότητα συμπεριφορών σε ένα ημερολόγιο
β) την αναγνώριση του υψηλού κινδύνου καταστάσεων (ύπαρξη στο σπίτι τροφών υψηλής θερμιδικής αξίας) και την αποφυγή τους
γ) την ανταμοιβή συγκεκριμένων συμπεριφορών (παράταση σωματικής άσκησης, κατανάλωση μικρότερης ποσότητας συγκεκριμένης τροφής)
δ) την αλλαγή των μη ρεαλιστικών στόχων και των λανθασμένων πεποιθήσεων πάνω στην απώλεια του βάρους και την εικόνα του σώματος και ε) την ανάπτυξη ενός δικτύου κοινωνικής υποστήριξης (οικογένεια, φίλοι, συνάδελφοι) ή τη συμμετοχή σε ομάδες υποστήριξης που θα ενισχύουν την απώλεια βάρους με ένα θετικό και αποτελεσματικό τρόπο.
Επιπλέον, οι γνωστικές συμπεριφορικές προσεγγίσεις εστιάζονται στις διαδικασίες που ενέχονται στην επανάκτηση του βάρους και αναπτύσσουν το πλαίσιο της νέας θεραπείας που εστιάζει στα ψυχολογικά εμπόδια στην απόκτηση και συντήρηση μιας αποτελεσματικής συμπεριφοράς ελέγχου του βάρους. Στη φάση της απώλειας του βάρους, η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία, πέρα από την έμφαση στη δίαιτα και την αυξημένη σωματική δραστηριότητα, εστιάζεται στην επίτευξη γνωστικής και συμπεριφορικής αλλαγής σε άλλες προσωπικά σημαντικές περιοχές (π.χ εμφάνιση, αυτοπεποίθηση, ποιότητα σχέσεων, σωματική ευεξία), την απόκτηση της ικανότητας αναγνώρισης και εκτίμησης των αλλαγών που έχουν ήδη γίνει στη θεραπεία και την αποδοχή αυτών που δεν είναι δυνατόν να αλλάξουν.
Στη φάση της συντήρησης, η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία εστιάζεται στη μακροπρόθεσμη συντήρηση του βάρους, καθώς οι ασθενείς αποθαρρύνονται να προσπαθήσουν να χάσουν περαιτέρω βάρος, οποιαδήποτε κι αν είναι η απώλεια που έχουν επιτύχει μέχρι το σημείο αυτό, βοηθούνται να διακρίνουν τις σημαντικές αλλαγές στο βάρος τους από τις συνήθεις διακυμάνσεις και ενθαρρύνονται να παίρνουν διορθωτικά μέτρα όποτε είναι αναγκαίο.
Συμπερασματικά, οι κλινικοί που ασχολούνται με την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας προσπαθούν να καταλάβουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο συμβαίνουν οι διατροφικές συμπεριφορές, με σκοπό να αναπτύξουν αποτελεσματικές θεραπευτικές στρατηγικές. Οι προβληματικές διατροφικές συμπεριφορές που ενέχονται στην παχυσαρκία χρειάζεται να ανιχνευθούν και οι θεραπευτικές στρατηγικές χρειάζεται να επικεντρωθούν στις ανιχνευθείσες συμπεριφορές.
Πηγή: mednutrition.gr